Τέλη δεκαετίας του 90, Καμπούλ, Αφγανιστάν. Η κυριαρχία των Ταλιμπάν έχει ισοπεδώσει την πόλη - κυριολεκτικά και ηθικά. Το πανεπιστήμιο έχει βομβαρδιστεί, οι βιβλιοθήκες καταστραφεί, η μουσική και οι τέχνες απαγορευτεί. Οι γυναίκες υποχρεώνονται να φορούν μπούρκα και να μένουν σπίτι, ή, αν χρειάζεται να κυκλοφορήσουν, να συνοδεύονται από τον άντρα-κηδεμόνα τους. Οι γυναίκες, ως σώμα και πνεύμα, έχουν «εξαφανιστεί». Το μόνο που κυκλοφορεί ελεύθερα είναι η βία. Δημόσιες εκτελέσεις σε πλατείες και γήπεδα υπενθυμίζουν καθημερινά ποιος έχει την απόλυτη εξουσία πάνω στην ανθρώπινη ζωή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δρόμοι δύο ζευγαριών τέμνονται. Οι Ζουνάιρα και ο Μόσεν - δύο νέοι, ερωτευμένοι κι (ακόμα) αντιδραστικοί απέναντι στο καθεστώς. Ο Μόσεν, πιο θυμωμένα: βλέπει τα ιδανικά του να βουλιάζουν και σταδιακά πέφτει σε κατάθλιψη. Η Ζουνάιρα πιο επαναστατικά, με την αισιοδιοξία που διατηρεί αυτός που έχει δίκιο: δεν μπορεί, αυτός ο εφιάλτης θα τελειώσει. Από την άλλη, ο Ατίκ και η Μουζαράτ, δύο μεσήλικες χωρίς καμία αισιοδοξία. Εκείνος είχε πολεμήσει με θάρρος και πίστη εναντίον των Σοβιετικών και τώρα είναι επιστάτης σε γυναικείες φυλακές. Εκείνη, στο τελευταίο στάδιο καρκίνου. Οταν μία απερίσκεπτη πράξη της Ζουνάιρα την οδηγήσει σε ένα κελί του Ατίκ, να περιμένει την εκτέλεσή της, κάτι θα ξυπνήσει κάτω από τον υποταγμένο, γκρι ουρανό της Καμπούλ.

Αρχές του 2000, ο Αλγερινός συγγραφέας Γιασμίνα Χάντρα (ψευδώνυμο που διατηρεί, τιμώντας τη γυναίκα του, ο Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ) έγραψε το best seller μυθιστόρημα και το 2019 η σκηνοθέτης Ζαμπού Μπρεϊτμάν και η καρτουνίστα Ελεά Γκομπέ-Μεβελέκ το μετέφεραν στην μεγάλη οθόνη, με ένα μελαγχολικό, χειροποίητο animation, το οποίο έκανε την πρεμιέρα του στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Καννών. Κι ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος να μεταφερθεί μία τέτοια ιστορία με σκίτσα. Η βαρβαρότητα είναι αβάσταχτη - ακόμα κι όταν μεταμφιέζεται σε αχνά, μουντά, χρώματα νερομπογιάς.

Η Μπρεϊτμάν άλλωστε πήρε την απόφαση να γυρίσει κανονικά την ταινία, οι ηθοποιοί της να παίξουν τους ρόλους κι όχι μόνο να τους σπικάρουν, ενώ η Γκομπέ-Μεβελέκ σχεδίασε από πάνω το 2D animation. Αυτή η τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί κι αρκετές άλλες φορές στο παρελθόν («Βαλς με τον Μπασίρ», 2008) δίνει μία πραγματική ένταση κι ενέργεια στους διαλόγους και τη δράση, ένα κομμάτι που πάλλεται κάτω από το σκίτσο. Το ίδιο κάνει και η αντίστιξη των ξεβαμμένων χρωμάτων της ταινίας και του έμμεσα απειλητικού sound design. Ενώ η εικόνα δεν χρησιμοποιεί μια θερμή χρωματική παλέτα για να αποτυπώσει τον τρόμο, ο ήχος (ο συνεχής εχθρικός βόμβος μιας πόλης που η αγριότητα κυριαρχεί) σε βάζει στη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων. Από στιγμή σε στιγμή, μπορεί να χάσεις τη ζωή σου. Χαρακτηριστική μία σκηνή λιθοβολισμού: δεν βλέπουμε την αγριότητα, αλλά ακούμε τον ήχο της πέτρας πάνω σε σάρκα και κόκκαλα. Είναι αρκετό.

Ο συνδυασμός των δύο κατασκευάζει μία ατμόσφαιρα μελαγχολίας, εγκλωβισμού, απόγνωσης - όχι μόνο για τους ήρωες, αλλά και για εμάς: πώς είναι δυνατόν να έχουμε επιτρέψει να κυριαρχήσει ένα τέτοιο καθεστώς στο σύγχρονο κόσμο; Ξαφνικά τα αχνά χρώματα στην οθόνη καταπιέζουν, υποδηλώνουν μία συλλογική παραίτηση. Μία παράλογη εκλογίκευση, αποδοχή. Κι αυτό θα μπορούσε να είχε ένα ακόμα πιο συγκλονιστικό αντίκτυπο στο θεατή, αν δεν υπογραμμιζόταν από έναν διδακτισμό και μελοδραματισμό στο σενάριο. Οι χαρακτήρες παραείναι στερεοτυπικοί και οι διάλογοί τους αρκετά κλισέ σε σημεία.

Στο σύνολο όμως, αυτό το ενήλικο, πολιτικό animation καταφέρνει να υπενθυμίσει πόσο εύθραυστες πραγματικότητες είναι η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η ελευθερία. Πόσο χειραγωγικός ο τρόμος και η ωμή βία. Και πόσο τελικά η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τιμή και, πάνω από όλα, η αγάπη θα βρουν τον τρόπο να δραπετεύσουν, να αποδημήσουν από τους μελανούς, βαρείς ουρανούς.