Η «Αυγή» ήταν η πρώτη αμερικάνικη ταινία του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, ο οποίος έφτασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετά από προσωπική πρόσκληση του παραγωγού Γουίλιαμ Φοξ προκειμένου να γυρίσει μια «εξπρεσιονιστική ταινία» στο Χόλιγουντ. Ηταν από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν με σύγχρονο soundtrack με συνθέσεις του Σαρλ Γκουνό και του Φρεντερίκ Σοπέν. Και υπήρξε και μια από τις πιο ακριβές παραγωγές της εποχής της, με σκηνικά που φτιάχτηκαν ειδικά για την ταινία και ακροβασίες στο τεχνκό κομμάτι που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά προκειμένου να ικανοποιήσουν το φιλόδοξο όραμα του δημιουργού της.

Η τεράστια επιτυχία της, τα Οσκαρ που κέρδισε στην πρώτη απονομή της Ακαδημίας (Οσκαρ Καλλιτεχνικής Ταινίας - εφάμιλλο της Καλύτερης Ταινίας, Οσκαρ Πρώτου Γυναικείου Ρόλου για την αδιανόητη Τζάνετ Γκέινορ και Οσκαρ Φωτογραφίας στους - πρωτοπόρους ακόμη και σήμερα - Τσαρλς Ρόσερ και Καρλ Στρους) και η υστεροφημία της που άρχισε ήδη από την εποχή της να χτίζεται για να διαρκέσει με τάσεις γιγάντωσης μέχρι και σήμερα, όλα στροβιλίζονται γύρω από την ειρωνία πως σχεδόν ένα μήνα μετά στις αίθουσες θα έβγαινε ο «Τραγουδιστής της Τζαζ», η πρώτη ομιλούσα ταινία στην ιστορία του σινεμά και η «Αυγή» θα έμοιαζε ήδη, εν τη γενέση της, ξεπερασμένη από το ίδιο το σύστημα που τη δημιούργησε.

Ευτυχώς.

Είτε ιστορικά, είτε καλλιτεχνικά το δει κανείς, είτε απλά έτσι, όπως το ανθρώπινο (καθαρό) βλέμμα ξεχωρίζει τα σπουδαία ανθρώπινα επιτεύγματα από τα άλλα, που χάνονται στη λήθη ενός πρόσκαιρου θορύβου, η «Αυγή» δεν ξεπεράστηκε παρά μόνο από τη δική της εσωτερική δύναμη μιας ταινίας κλασικής πριν γίνει, σπαρακτικής πριν τη νιώσεις, βιβλικής σχεδόν με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου - ένα αριστούργημα που χωρίς κανένα περιττό πλάνο, (ευτυχώς) χωρίς λόγια και χωρίς καμία συστολή για τα γυρίσματα της μοίρας που βρίσκονται στο κέντρο της, αφηγείται με ανατριχιαστική σαφήνεια την ιστορία του κόσμου από την αρχή.

Υπάρχει κάτι τόσο ξέφρενο, κάτι τόσο μοντέρνο, κάτι τόσο ντελιριακό στον τρόπο με τον οποίο ο Μουρνάου αντιδιαστέλλει τη ζωή στην ύπαιθρο με την μεγάλη πόλη, δίνοντας στους παράνομους εραστές και το ανομολόγητο σχέδιο τους, την υφή μιας κοσμικής ύβρεως που αργά η γρήγορα θα οδηγήσει στην τιμωρία. Ο άντρας - δεν έχει όνομα, όπως δεν έχει κανείς σε μια ιστορία που όλοι είμαστε όλοι - συμφωνεί με την ερωμένη του να σκοτώσει τη γυναίκα του και κάπως έτσι θα ξεκινήσει ένας εφιάλτης μέσα στο όνειρο, και τα δύο μέσα στη μορφή ενός παραμυθιού που θα γίνουν εικόνα μέσα στην εικόνα (σε μερικές από τις ωραιότερες διπλοτυπίες στην ιστορία, όχι μόνο του κινηματογράφου, αλλά και της Τέχνης) αλλά και ένα διαρκές παιχνίδι με τις αντιθέσεις: τον τρόμο με την γαλήνη, την ησυχία με το θόρυβο, την καλοσύνη με τον κυνισμό, την αθωότητα με το (αιώνιο) σκότος.

Ο,τι διαδραματίζεται στη συνέχεια της ταινίας του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου είναι μια μοναδική στιγμή όπου το σινεμά απεκδύεται κάθε συνθήκης ρεαλισμού για να γίνει μύθος και ως τέτοιος να γίνει η πιο καθαρή αντανάκλαση της πραγματικότητας.

Σε κάθε plot twist που κρύβει το υπέροχο σενάριο του μόνιμου συνεργάτη του Μουρνάου, Καρλ Μάγιερ, αναδύεται η μεγάλη ειρωνία της ανθρώπινης πτώσης και σε κάθε μεγαλειώδη σκηνή (με αποκορύφωμα αυτή τη βόλτα στη μεγάλη πόλη που όμοιά της δεν γνώρισε ποτέ το σινεμά) που ο Μουρνάου σκηνοθετεί σαν να πρόκειται για το τελευταίο καρέ που θα δει ποτέ η ανθρωπότητα πριν το τέλος της, η «Αυγή» γίνεται «η ταινία των ταινιών», αυτή που θα κρατούσες σίγουρα αν θα βρισκόσουν ναυαγός στο έρημο νησί, αν έπρεπε να σώσεις μια μόνο ταινία για το μέλλον.

Οχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά γιατί ο Μουρνάου μοιάζει να διασχίζει αιώνες και ωκεανούς ανθρώπινης ιστορίας με μοναδική φιλοδοξία (τι άραγε να είχε λόγο να αποδείξει ο δημιουργός του πέραν του αριστουργήματος «Νοσφεράτου»;) να φτιάξει με την «Αυγή» την υπέρτατη ωδή στη δύναμη της αγάπης, χωρίς να κρύψει ίχνος από τον κυνισμό και το (εκ των πραγμάτων «εξπρεσιονιστικό») σκοτάδι με το οποίο είναι στρωμένη η διαδρομή μέχρι εκεί. Οι απανωτές ανατροπές μέχρι το «παραμυθένιο» - πικρό - φινάλε, δεν είναι τεχνάσματα, δεν είναι ξεπερασμένα πειράματα, δεν είναι κάτι που δεν βλέπεις σήμερα στις ταινίες που ξέρουν να τιμούν τα ανθρώπινα - ατελή και γι' αυτό ανυπέρβλητα - μέτρα.

Είναι το σινεμά που ακόμη κι έναν αιώνα πριν γνώριζε ακριβώς τον μεγαλειώδη τρόπο με τον οποίο αφηγείσαι τα πιο αφοπλιστικά πράγματα. Είναι το σινεμά που ακόμη κι έναν αιώνα πριν γνώριζε ακριβώς τον αφοπλιστικό τρόπο με τον οποίο αφηγείσαι τα πιο μεγαλειώδη πράγματα.

Μετά το τέλος της «Αυγής», δεν έχει σημασία αν έχεις καταλάβει πως αυτό που είδες ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τη νίκη του ανθρώπου πάνω στη μοίρα. Σημασία έχει μόνο πως το νιώθεις σε κάθε τρεμάμενο πλάνο, σε κάθε μικρή εξπρεσιονιστική σκιά σε πρώτο ή δεύτερο πλάνο, σε κάθε μουσικό κρεσέντο που ολοκληρώνει τη σύνθεση μιας «ωδής στο απόλυτο», σε κάθε ανεπαίσθητη κίνηση μιας ταινίας που - ευτυχώς - ανακαλύπτεται ακόμη ως το σημείο μηδέν ανάμεσα στο βωβό και το ομιλών σινεμά, ανάμεσα, περισσότερο, στο σημαντικό και το τεχνικό, το «αληθινό» και το αληθινό.