Στο τρένο που κάνει τη διαδρομή Ουάσινγκτον-Νέα Υόρκη, δύο ξένοι κάθονται σε αντικριστές θέσεις στο βαγόνι της τραπεζαρίας. Ο Γκάι, συντηρητικός και εσωστρεφής, είναι διάσημος τενίστας, με σχέδια να κατέβει στην πολιτική. Ο Μπρούνο, εκκεντρικός κι ομιλητικός στα όρια της παρενόχλησης, συστήνεται ως «αργόσχολος», με μοναδική βλέψη την οικογενειακή κληρονομιά. Κι αν το μόνο που στέκεται εμπόδιο στα σχέδια του τελευταίου είναι ο αντιπαθής, επικριτικός του πατέρας, ο αδιάκριτος Μπρούνο γνωρίζει πολύ καλά τι εμποδίζει και την πολιτική καριέρα του Γκάι: η σύζυγος του, Μίριαμ, που, ενώ περιμένει το παιδί του εραστή της, δεν του δίνει διαζύγιο, ώστε να ξαναφτιάξει τη ζωή του με την Αν - κόρη ισχυρού γερουσιαστή.

Δε θα ήταν πολύ βολικό να τους έβγαζαν από τη μέση; Όμως, οι άμεσοι συγγενείς είναι οι πρώτοι ύποπτοι, με ευανάγνωστο κίνητρο. «Μπορώ όμως να κάνω εγώ το δικό σου φόνο και εσύ τον δικό μου» προτείνει, δήθεν αστειευόμενος, ο Μπρούνο στον εμβρόντητο Γκάι, ο οποίος όμως δεν κάνει και πολλά για να απορρίψει την δολοφονική πρόταση. Όταν μετά από λίγο η Μίριαμ βρίσκεται στραγγαλισμένη, ο Γκάι πανικοβάλλεται. Δικαίως. Ο ψυχωτικός Μπρούνο τον ακολουθεί παντού, απειλεί να τον ενοχοποιήσει και τον εκβιάζει να πραγματοποιήσει και τη δική του πλευρά της συμφωνίας.

Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ βασίζεται ελαφρά στο πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ, «Strangers on a Train», αλλά δεν επιθυμεί να το μεταφέρει αυτούσιο στην μεγάλη οθόνη. Όπως και τελικά απορρίπτει τη διασκευή που του έγραψε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ (ο 8ος συγγραφέας που προσέγγισε για την μεταφορά, όπου ανάμεσα στους υπόλοιπους ήταν και οι Τζον Στάινμπεκ και Ντάσιελ Χάμετ). Κι ενώ το όνομα του Τσάντλερ παρέμεινε στους τίτλους, λόγω συμβολαίου, η άγνωστη τότε Τζένζι Ορμόντ και η γυναίκα του Χίτσκοκ, Άλμα, ήταν αυτές που σκάρωσαν τη βερσιόν που επικράτησε. Το πρόβλημα ήταν ότι, τόσο η Χάισμιθ, όσο κι ο Τσάντλερ δεν του έδιναν το φινάλε που ήθελε. Ειδικά ο Τσάντλερ είχε μία πολύ εγκεφαλική εμμονή με την τιμωρία, ενώ ο μάστερ του τρόμου προτιμούσε να σταθεί στην ψυχαναλυτική διάσταση της ίδιας της ενοχής και να παρασύρει το κοινό στο σασπένς του κυνηγητού. Στο παιχνίδι ανάμεσα σε μια σατανική γάτα κι ένα φιλόδοξο ποντίκι. Στις δυαδικές αντιθέσεις που όλοι κρύβουμε μέσα μας: την πάλη του καλού και του κακού, του φωτός και του σκότους, της τάξης και του χάους.

Στη σημειωτική του Χίτσκοκ, το μοτίβο των δυάδων είναι ένα ισχυρό σύμβολο: δύο αγώνες τένις, δύο σκηνές στο καρουσέλ του Λούνα Πάρκ, δύο κοπέλες με γυαλιά που μοιάζουν, δύο ηλικιωμένες κουτσομπόλες, δύο ντετέκτιβ - ακόμα και η σεκάνς της αρχής μοντάρει δύο ζευγάρια πόδια που τρέχουν να προλάβουν το τρένο. Εμφανής και ο συμβολισμός των κύκλων (κάτι που ο Χίτσκοκ χρησιμοποιεί από τις πρώτες ταινίες του) που υποδηλώνει το κάρμα που επιστρέφει: από τους δίσκους βινυλίου της Μίριαμ μέχρι τα κοντινά στο καντράν ρολογιών, κι από τις μπάλες του τένις μέχρι τα μπαλόνια στο Λούνα Πάρκ. Εδώ όμως έχουμε και κάτι ακόμα: τις μοίρες που διασταυρώνονται. Τη «χιαστί» ανταλλαγή των φόνων. Με τον τρόπο που κρεμάει κανείς τις ρακέτες του τένις σ’ έναν τοίχο.

Η πυκνή, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της ταινίας (σαν κάτι να ελλοχεύει στις σκιές, ή σαν μία εκκρεμότητα να απαιτεί επίλυσης) οφείλεται στον εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπερτ Μπερκς (ο οποίος μετέπειτα θα συνέχιζε τη συνεργασία του με τον Χίτσκοκ). Από τον τρόπο που έπαιξε με το φως και τις σκιές, μέχρι την κινηματογράφηση των αριστουργηματικών σκηνών στο καρουσέλ - η τεχνική και καλλιτεχνική του δεξιοτεχνία ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Εξαιρετικής σημασίας επίσης, το αριστοτεχνικό μοντάζ του Γουίλιαμς Ζίγκλερ - το βασικό εργαλείο για να χτίσει ο Χίτσκοκ, όχι μόνο σασπένς, αλλά και τους ψυχαναλυτικούς συμβολισμούς του. Ειδικά η σεκάνς του αγώνα τένις είναι ένα κλασικό αριστούργημα.

Ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ ως Γκάι είναι απλώς αποδεκτός (διαβόητα γνωστό ότι ο Χίτσκοκ ήθελε τον Γουίλιαμ Χόλντεν για το ρόλο), αλλά ο Ρόμπερτ Γουόκερ στο ρόλο του Μπρούνο κλέβει την παράσταση, ερμηνεύοντας την ψύχωση και την (κρυφοερωτική) εμμονή του σχιζοφρενούς χαρακτήρα του με έναν τρόπο που ισορροπεί ανάμεσα στο εγκεφαλικά σατανικό και το γλοιώδες - κάτι που επηρέασε μία ολόκληρη σχολή μεταγενέστερων πρωταγωνιστών (όπως, για παράδειγμα, τον Κέβιν Σπέισι).

Υπάρχει κάποιος άγνωστος ξένος με τον οποίο διασταυρωνόμαστε καθημερινά στο τρένο. Μια φωνή που προτείνει μία τόσο απλή αλλά βίαιη επίλυση στα προβλήματα μας, μία φευγαλέα σκέψη ένοχης απόλαυσης, μία έξοδο κινδύνου με γοητευτικά σκοτεινό ρίσκο. Τον κουβαλάμε αυτό τον ξένο στην καθημερινότητα μεταξύ σπιτιού και δουλειάς, τον κρύβουμε καλά παίζοντας ρόλους, τον φοβόμαστε, αλλά και μάς λείπει όταν δεν εμφανίζεται για να μάς γλιτώσει από την τίμια, βαρετή μας ρουτίνα. Για αυτό και το whodunit στον Χίτσκοκ δεν είχε ποτέ καμία σημασία. Πάντα η πιθανότητα να το κάνεις κι εσύ παραμόνευε, σαγηνευτικά, στα σκοτάδια της αίθουσας.