Στο προάστιο του Σίδνεϊ, Σεντένιαλ Παρκ, τη δεκαετία του ’70, η Ελίζαμπεθ Χάντερ είναι μια απόλυτα μητριαρχική φιγούρα που ελέγχει κάθε πτυχή της ζωής της, ακόμη και μπροστά στο θάνατο. Η κ. Χάντερ παραμένει μια ισχυρή δύναμη σε εκείνους που την περιβάλλουν. Μπουχτισμένοι από τους τρόπους και την στάση ζωής της τα δυο της παιδιά, που ζουν στο Λονδίνο, μακριά της, αναγκάζονται να την επισκεφθούν όταν μαθαίνουν ότι είναι ετοιμοθάνατη, και αγωνίζονται να αποκτήσουν την τεράστια κληρονομιά της.

Σε ένα από τα υπέροχα αυτούσια αποσπάσματα του βιβλίου του Πίτερ Γουόκερ, η γερασμένη ετοιμοθάνατη αποξενωμένη από τα παιδιά της μητέρα μιλάει για την κόρη της λέγοντας «Δεν κατάλαβε ποτέ πως το να διαλέγεις ανάμεσα στο θεσπέσιο και το λογικό συχνά έχει κόστος.»

Προς τιμήν του, ο Φρεντ Σκεπίσι δεν μπαίνει καν στον πειρασμό να διαλέξει, μεταφέροντας στο σινεμά το ομώνυμο βιβλίο του νομπελίστα Πίτερ Γουόκερ. Η σκηνοθεσία του είναι ταυτόχρονα θεσπέσια και λογική, το τελευταίο με την έννοια μιας ακαδημαϊκής αφήγησης που δεν αφήνει έξω ούτε σελίδα από την πρωτότυπη πηγή του, κρατώντας αυτούσια την ατμόσφαιρα διαστροφής που υποβόσκει συνεχώς και αδιάλλειπτα κάτω από ένα τυπικό οικογενειακό δράμα με πρωταγωνιστές μια τυρρανική μητέρα και δύο ενήλικα παιδιά που δεν κατάφεραν – εξαιτίας της; - να μεγαλώσουν ποτέ.

Βαθιά μελαγχολικό, αλλά και ελαφρύ εκεί που θα μπορούσε να είναι αφόρητα τραγικό, το «Eye of the Storm» περιστρέφεται γύρω από τέσσερα σύμπαντα: το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης μητέρας, τη ζωή του ηθοποιού γιου της και της πρώην πριγκίπισσας κόρης της, τα αθέατα δωμάτια των υπηρετριών και των νοσοκόμων και του παρελθόντος.

Και στα τέσσερα αυτά μοτίβα, ο ρυθμός είναι ο ίδιος. Αυτός μια πικρής, άλλοτε σατιρικής και άλλοτε σπαρακτικής, ματιάς πάνω στις ανθρώπινες προσδοκίες καθώς μια ολόκληρη οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη με τα λάθη της, τις φιλοδοξίες που δεν ευοδώθηκαν ποτέ και τις αναμνήσεις που επιστρέφουν πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή για να σου θυμίσουν πως το παρόν είναι πάντα η πιο αδίστακτη και απάνθρωπη εποχή ολόκληρης της ζωής σου.

Καταφέρνοντας να ανασυνθέσει πιστά και με εύρος μια ολόκληρη εποχή – αυτή των αρχών της δεκαετίας του ’70 σε μια Αυστραλία που αλλάζει – ο Σκεπίσι αποφεύγει τις περισσότερες παγίδες ενός «λογοτεχνικού» έπους, ακόμη και όταν φλυαρεί, παρασύρεται από τις αναίτιες υποπλοκές και ιστορίες που θα μπορούσαν να λείπουν από την κινηματογραφική διασκευή ενός βιβλίου και στο τρίτο μέρος κορυφώνει το δράμα υπερβάλλοντας λίγο παραπάνω απ’ όσο θα απαιτούσε η ιστορία του σε ένταση.

Περισσότερο όμως από την ντελικάτη σκηνοθεσία του ή τη διάθεση του να είναι απόλυτα ειλικιρινής απέναντι στους όχι πάντα συμπαθητικούς ήρωές του, παραδίδοντας τελικά ένα όχι σπουδαίο, αλλά περισσότερο από αξιοπρεπές δράμα εποχής, ο Σκεπίσι δεν θα μπορούσε να αποτύχει εύκολα όταν στο κέντρο της ταινίας του τοποθετεί τρεις σπουδαίους ηθοποιούς σε ένα tour de force σαρωτικών ερμηνειών.

Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, γερασμένη για τις ανάγκες του ρόλου της και στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι, είναι ταυτόχρονα εύθραυστή και ένα τέρας, μια γυναίκα σκληρή αλλά και τραυματισμένη από την αγάπη που δεν μπόρεσε ποτέ να δώσει και να δεχθεί, μια ηθοποιός που ξέρει πότε να ανέβει ερμηνευτικά και πότε αρκεί ένα μόνο βλέμμα για να μεταδώσει όλη την αγωνία μιας γυναίκας που πεθαίνει αναζητώντας... συγχώρεση.

Ο Τζέφρι Ρας, ένας αλάνθαστος ρολίστας, δεν χρειάζεται να κάνει πολλά στο ρόλο ενός περίπου διάσημου ηθοποιού του θεάτρου που κρύβει πίσω από τη θεατρικότητα της υπαρξής του ένα ανώριμο αγόρι, υπέροχος στις σκηνές που προσπαθεί να πείσει για τον ανδρισμό του, αιώνια αμέτοχος στις ζωές των άλλων και κυρίως τη δική του.

Αν, όμως, αξίζει να δει κάποιος αυτήν την ταινία, θα αρκούσε να το κάνει για την Τζούντι Ντέιβις, που σε μια από τις σπάνιες πλέον εμφανίσεις της στο σινεμά, υπενθυμίζει το λόγο που κάποτε υπήρξε μια από τις πιο ξεχωριστές γυναίκες που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στον πλανήτη σινεμά: εύθραυστη, σπαρακτική και αστεία την ίδια ακριβώς στιγμή κλείνει σε μια συναρπαστική σωματική ερμηνεία οτιδήποτε είναι αυτή η ιστορία τριών ανθρώπων που απλά δεν μπόρεσαν ποτέ να κάνουν το σωστό, αφήνοντας τη ζωή τους να περιφέρεται στο χρόνο σαν ένα θεσπέσιο και ταυτόχρονα λογικό λάθος.