Βασισμένο σε ένα άρθρο του Εsquire από το 2005 με τίτλο «The Sing Sing Follies», γραμμένο από τον Τζον Χ. Ρίτσαρντσον και σε ένα θεατρικό του Μπρεντ Μπούελ με τίτλο «Breakin’ the Mummy’s Code», το φιλμ του Γκρεγκ Κουένταρ τρυπώνει μέσα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Sing Sing στη Νέα Υόρκη και αφηγείται μια ιστορία γραμμένη ουσιαστικά από τις πραγματικές εμπειρίες όσων συμμετείχαν στα προγράμματα θέατρου του πρότζεκτ Αναμόρφωση μέσα από τις Τέχνες (Rehabilitation Through the Arts) της αμερικανικής κυβέρνησης.
Στήνοντας την πλοκή γύρω από τον Κόλμαν Ντομίνγκο ο οποίος υποδύεται έναν υπαρκτό ήρωα, τον Τζον “Divine G” Γουίτφιλντ που υπήρξε μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες του προγράμματος, ο Κουένταρ τον πλαισιώνει με πραγματικούς κρατούμενους που υποδύονται τον εαυτό τους, κρατώντας ακόμη μερικούς ρόλους - κλειδιά για επαγγλεματίες ηθοποιούς, όπως, π.χ., τον Πολ Ράτσι στο ρόλο του σκηνοθέτη Μπρεντ Μπούελ.
Και η ιστορία ξεκινά όταν στην θεατρική ομάδα θα δηλώσει αναπάντεχα συμμετοχή ένας σκληροτράχηλος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτικά σκεπτόμενος κρατούμενος, ο Κλάρενς “Divine Eye” Μάκλιν. Η πρότασή του να ανεβάσει η ομάδα αυτή τη φορά όχι κάτι τόσο σοβαρό όσο Σαίξπηρ αλλά μια κωμωδία, θα γίνει δεκτή με ενθουσιασμό. Ο Τζον “Divine G” Γουίτφιλντ παραμένει σκεπτικός για τη νέα αυτή τροπή των πραγμάτων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του για έναν φόνο που δεν διέπραξε. Η σχέση των δύο αντρών θα είναι αρχικά εκρηκτική, αλλά θα καταλήξει γρήγορα σε μια φιλία που θα γίνει και για τους δύο το κράτημα τους για να επιβιώσουν μέσα στη φυλακή και η ελπίδα τους για μια ζωή που τους περιμένει εκεί έξω…
Ιδιότυπο δράμα φυλακών που ασχολείται με το γνώριμο στο σινεμά θέμα της Τέχνης ως μέτρο αναμόρφωσης - με εξέχουσα περίπτωση το αριστουργηματικό «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των αδελφών Ταβιάνι και μια πρόσφατη ευρωπαϊκή προσθήκη το «Ενας Θρίαμβος» του Εμανουέλ Κουρκόλ - η «Παράσταση του Σινγκ Σινγκ» είναι φτιαγμένη σαν μια ταινία - ελπίδα από μόνη της. Χτυπώντας όλες τις σωστές νότες πάνω στο συναίσθημα που εκ των πραγμάτων προκαλεί η εικόνα κρατουμένων που έχουν άποψη, αγάπη και πάθος για την Τέχνη αλλά και η αγωνία τους να νικήσουν την προκατάληψη και το στιγματισμό, το φιλμ του Κουένταρ κρατάει, προς τιμήν του, έναν ποιητικό τόνο, φιλοδοξώντας όλο αυτό που βλέπουμε να λειτουργήσει κάπως σαν μια εμπειρία γενικότερης αναμόρφωσης. Σαν ένα διαφορετικό βλέμμα πάνω στην έννοια της τιμωρίας, της εξιλέωσης, της συχώρεσης και του ματσίσμο, καθώς μέσα από το θέατρο και τους μηχανισμούς του, οι ρόλοι ξεσκεπάζουν τα πραγματικά (ανθρώπινα) πρόσωπα των κρατουμένων.
Χωρίς να του αφαιρούν πόντους «αλήθειας», τον υβριδικό χαρακτήρα του φιλμ προδίδουν τόσο το υπερβολικά γραμμένο σενάριο, όσο και οι περισσότερο απ’ όσο αντέχει η ιστορία δραματικές ερμηνείες και κυρίως η υπερβολική τάξη σε φωτισμούς και επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα μαζί με γενικότερη διάθεση για ένα big drama φυλακών που γίνεται και εκβιαστικό και τελικά πιο ανώδυνο από τη φαινομενική εντασή του. Ευτυχώς αυτή παραμένει αυτούσια στην ερμηνεία του Κόλμαν Ντομίνγκο (υποψήφιος για Οσκαρ πέρσι για το «Rustin»), αντίβαρο, ακόμη και όταν υπερβάλλει, σε μια τάση υπερβολικού συναισθηματισμού που είναι ταυτόχρονα απαραίτητη αλλά και κλισέ.