Τα τελευταία χρόνια τα ισπανικά αστυνομικά θρίλερ έχουν τελειοποιήσει μια αφηγηματική φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία όλα ξεκινούν από μια φαινομενικά απίθανη κατάσταση για να αποκαλυφθεί μέχρι το τέλος σταδιακά, ανατροπή μετά την ανατροπή, η αλήθεια.
Μόνο που η αλήθεια κάθε ισπανικού αστυνομικού θρίλερ είναι γεμάτη ψέματα, υπερβολές, προδοσίες, απάτες και απιθανότητες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η ανατροπή γίνεται αυτοσκοπός και η όποια αφηγηματική λογική θύμα της απαραίτητης έντασης που πρέπει να χτιστεί μέσα από το οτιδήποτε.
Τόσο το «Σώμα» όσο και ο «Αόρατος Επισκέπτης» του Οριόλ Πάουλο υπήρξαν οι οδηγοί αυτής της τάσης, ανοίγοντας μεν τον δρόμο για ένα εύπεπτο σινεμά που μπορεί υπό προϋποθέσεις να προσφέρει κινηματογραφική απόλαυση, ταυτόχρονα όμως υπήρξαν και αυτό που «άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου» εισάγοντας ταυτόχρονα στην όλη ταυτότητα της δημιουργίας την συνεχή ανάγκη «να γίνεται κάτι», πολλές φορές γκρεμίζοντας κάθε λογική αλληλουχία και συνέπεια των γεγονότων.
Στην «Απαγωγή» βέβαια ο Πάουλο περιορίζεται μόνο σε ρόλο σεναριογράφου, αν και η μεταβίβαση των σκηνοθετικών καθηκόντων στην Μαρ Ταργκάρονα δε φαίνεται να μεταβάλλει και πολύ το τελικό αποτέλεσμα. Τα κάδρα μπορεί να είναι στιλιζαρισμένα και να αποπνέουν μια αύρα αστικής παρακμής, η ουσία ωστόσο παραμένει η κρυμμένη αλήθεια κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας και τα πραγματικά κίνητρα των χαρακτήρων παρά τις παραπλανητικές τους πράξεις.
Στην ταινία, η Μπλάνκα Πορτίγιο είναι η Πατρίτσια ντε Λούκας, μία κορυφαία δικηγόρος που βλέπει τη ζωή της να μετατρέπεται σε εφιάλτη, όταν ο κωφάλαλος γιος της Βίκτορ εξαφανίζεται από το σχολείο χωρίς κανένα ίχνος. Λίγες ώρες μετά, το παιδί εμφανίζεται γεμάτο μώλωπες και καταϊδρωμένο, ισχυριζόμενο πως το απήγαγε ένας άντρας, από τα χέρια του οποίου κατάφερε να δραπετεύσει. Όταν όμως η αστυνομία κινητοποιείται έπειτα από υπόδειξη του μικρού παιδιού και ο κύριος ύποπτος συλλαμβάνεται ξεκινά και το επόμενο κεφάλαιο αυτού του αστυνομικού δράματος: ποια είναι τελικά η αλήθεια και μέχρι πού θα φτάσουν οι ήρωες της ιστορίας μέχρι να την ανακαλύψουν;
Φυσικά, η απάντηση είναι πολύ μακριά και τόσο το σενάριο του Πάουλο όσο και η γεμάτη φτιαχτή ένταση σκηνοθεσία της Ταργκάρονα βρίσκουν κάθε στιγμή τον τρόπο για να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή, διατηρώντας τον συνεχώς απασχολημένο ώστε να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει την διαρκή έλλειψη λογικής.
Γιατί η «Απαγωγή» είναι η ταινία που αμφισβητεί συνεχώς τα κίνητρα κάθε της ήρωα χωρίς ουσιαστικό λόγο, η αφήγηση που δε διστάζει να θυσιάσει ό,τι έχει προηγηθεί στον βωμό μιας ακόμα ανατροπής και το φιλμ που θα βάλει έναν χαρακτήρα να φωνάζει «Όχι!» στο χείλος ενός γκρεμού απλά και μόνο για να δηλώσει το βαθμό της απόγνωσής του.
Και δεν είναι ότι όλα αυτά στο τέλος δεν καταλήγουν να είναι όντως διασκεδαστικά, έστω και για κάποιους από τους λάθος λόγους. Στην «Απαγωγή», αυτό που αμφισβητείται είναι ουσιαστικά η κινηματογραφική δύναμη της ταινίας, καθώς αυτό που προσφέρει στην πραγματικότητα το φιλμ είναι – άφθονες σε ποσότητα, αλλά φτηνές σε ποιότητα – εντάσεις που έχουμε δει να αξιοποιούνται πιο δημιουργικά σε επεισόδια αστυνομικών σειρών, όπως και του ελληνικού «Κόκκινου Κύκλου».
[Ο,τι κι αν σημαίνει αυτό, η ταινία προβάλλεται ήδη και στο Netflix με ελληνικούς υποτίτλους, με τον τίτλο «Το Χαμένο Αγόρι»]