Η 12χρονη Τζόρτζι μένει ολομόναχη σε ένα διαμέρισμα του Ανατολικού Λονδίνου. Από τότε που πέθανε η μητέρα της, καταφέρνει να ξεγελά την Κοινωνική Πρόνοια με ηχογραφήσεις ενός δήθεν θείου - ο τοπικός ψιλικατζής - που διαβεβαιώνει τις υπηρεσίες πως όλα πάνε καλά. Εχει έναν συνομήλικο γείτονα για κολλητό, ένα εισόδημα από κλοπές ποδηλάτων που πουλά σε τοπική έμπορο, μια μανία με τις αράχνες που τις φαντάζεται να μιλούν σαν να έπαιζαν σε βιντεοπαιχνίδι (!) και, γενικά, τον αέρα ενός κοριτσιού που μπορεί και περνά απαρατήρητο.

Μέχρι που εμφανίζεται μια μέρα στην πόρτα της ο εν διαστάσει πατέρας της. Ενας 30άρης με περιβολή και συμπεριφορά μετέφηβου, που μόλις επέστρεψε, λέει, από την Ιμπίθα, όπου δούλευε πόρτα σε κλαμπ, και θέλει να περάσει χρόνο μαζί της. Η Τζόρτζι βλέπει με καχυποψία τα κίνητρα του μπαμπά που δε γνώρισε ποτέ, χώρια που δε θέλει με τίποτα να χαλάσει την κατά μόνας ρουτίνα που με τόσο κόπο έστησε. Εκείνος επιμένει να συγκατοικήσουν, αλλιώς απειλεί να την καρφώσει στην Πρόνοια.

Κι έτσι, από βεβιασμένη και ηλεκτρισμένη που εκκινεί, η σχέση ανάμεσα στον ανεύθυνο άντρα που μοιάζει να μη μεγάλωσε ποτέ και το υπεύθυνο παιδί που ενηλικιώθηκε πρόωρα θα ανθίσει βαθμιαία σε κάτι τρυφερό και ουσιαστικό. Τρυφερό χωρίς να καταφεύγει στα δεκανίκια του συναισθηματισμού, ουσιαστικό χωρίς να βαραίνει το κλίμα της χαλαρής, συχνά ανάλαφρης διάδρασης ανάμεσα σε πατέρα και κόρη - πάντως με μόνιμα παρούσα τη σκιά της χαμένης μητέρας, που «ζει» ακόμα σε βίντεο και φωνητικά μηνύματα.

Εν τούτοις, όσο κι αν η νεόκοπη στη μεγάλου μήκους Σαρλότ Ρίγκαν επιτυγχάνει να κινείται στα μονοπάτια ενός καθαρού και basic ρεαλισμού αλά Κεν Λόουτς στη σκιαγράφηση των αντιηρώων και της καθημερινότητάς τους στις υποβαθμισμένες παρυφές του Εσεξ, άλλο τόσο φαλτσάρει στα κομμάτια που λοξοδρομούν σε έναν πραγματισμό… πειραγμένο (εδώ φαίνεται και η προϋπηρεσία της στα μουσικά βίντεο). Αν και εύστοχες σε συμβολισμό, οι σκηνές με τις ομιλούσες αράχνες (που η Τζόρτζι αποφεύγει να πειράξει κάθε που καθαρίζει το σπίτι, ίσως γιατί είναι ζωντανά που, όπως κι αυτή, φτιάχνουν και υπερασπίζονται μόνα τους τη φωλιά τους), διακόπτουν άκομψα το τραχύ σκηνικό, ενώ ολέθρια, νομίζουμε, για τη συντήρησή τουαποδεικνύονται τα ένθετα που δείχνουν γνωστούς της μικρής να μιλούν γι’ αυτήν κατευθείαν στην κάμερα, συχνά με έναν στημένα περιγελαστικό τόνο που παραπέμπει σε mockumentary.

Οχι πως η ταινία δε σε κρατά, δε σε συγκινεί, πως δεν αφήνει αποτύπωμα. Απλώς είναι τόσο άνιση στις υφολογικές επιλογές της που σίγουρα δεν ξεπροβάλλει σαν το «Aftersun» της φετινής εγγλέζικης σοδειάς.