Από το 1947 ως και το 1951, περισσότεροι από 80.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη Μακρόνησο, σε στρατόπεδα αναμόρφωσης που δημιουργήθηκαν για να «καταπολεμήσουν την επέκταση του Κομμουνισμού». Ανάμεσα στους εξόριστους αυτούς βρίσκονταν πολλοί συγγραφείς και ποιητές, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Τάσος Λειβαδίτης. Παρά τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, κατάφεραν να γράψουν ποιήματα στα οποία περιγράφουν τον αγώνα για επιβίωση μέσα σε αυτό το σύμπαν εγκλεισμού. Τα κείμενα αυτά, εκ των οποίων κάποια θάφτηκαν στα στρατόπεδα, βρέθηκαν αργότερα. Η ταινία αναμιγνύει τα ποιητικά αυτά γραπτά με τις ομιλίες «αναμορφωτικής» προπαγάνδας που μεταδίδονταν ακατάπαυστα από τα μεγάφωνα των στρατοπέδων. Αργά πλάνα τράβελινγκ μας οδηγούν σε ένα υπνωτικό ταξίδι μέσα στα ερείπια των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, ενώ προσκρούουν σε φωτογραφικά αρχεία. Ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που ζωντανεύει τη μνήμη ξεχασμένων ερειπίων και μιας μάχης που χάθηκε.

Στη Μακρόνησο υπήρχαν τόσοι ποιητές που όταν φυσούσε τα συρματοπλέγματα γέμιζαν ποιήματα. Κάτι τέτοιο λέει μια από τις φράσεις που ακούγονται στην διάρκεια του φιλμ αυτού του όχι ακριβώς τυπικού ντοκιμαντέρ μα περισσότερο κινηματογραφικού δοκιμίου για τον διασημότερο ίσως τόπο εξορίας πολιτικών ανεπιθύμητων της σύγχρονης Ελλαδας.

Ασφαλώς δεν είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ που γυρίζεται για την Μακρόνησο, μα το φιλμ του Ολιβιέ Ζοσουά είναι σίγουρα ιδιαίτερο. Αποφεύγοντας να παραθέσει ιστορικά στοιχεία, να δώσει λόγο στους ανθρώπους που πέρασαν από εκεί, να παραθέσει μαρτυρίες και ομιλούσες κεφαλές, αφήνει τους στίχους των ποιημάτων, τις λέξεις των πεζών, την ξερή γλώσσα των ανακοινώσεων των στρατοπέδων να ορίσουν την πραγματικότητα με τη δική τους αλήθεια.

Αυτά ορίζουν την συναισθηματική πραγματικότητα του φιλμ ενώ στο επίπεδο των εικόνων τον λόγο έχουν τα ερειπωμένα κτήρια του νησιού σήμερα, αφημένα στην ματιά της κάμερας που νωχελικά περιφέρεται ανάμεσά τους στην διάρκεια της μέρας και της νύχτας σε πανοραμικά travelling.

Η προσέγγιση του φιλμ είναι αναμφίβολα καινούρια, αν όχι τολμηρή, όμως η αξία των κειμένων και η εντύπωση που δημιουργεί η περιπλάνηση της κάμερας, γρήγορα χάνουν τη δύναμή τους καθώς το εύρημα κουράζει με την επαναληπτικότητα και την (ηθελημένα) ακαδημαϊκή του φύση.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η παράθεση ποιητικών βιωμάτων και μελαγχολικά φορτισμένων εικόνων βρίσκει την αληθινή δύναμή της όταν αντιπαρατίθεται σε μια πιο πεζή πραγματικότητα μέσα από φωτογραφίες του νησιού ή από ένα φιλμ «επικαίρων» (ή καλύτερα προπαγάνδας) για το «σπουδαίο έργο» που συντελείται στη Μακρόνησο.

Αναμφίβολα η δουλειά που έγινε για την δημιουργία του φιλμ και ειδικά για την συγκέντρωση των κειμένων που απαγγέλλονται είναι σημαντική. Οπως άλλωστε και η σημασία της προβολής ενός ντοκιμαντέρ για την Μακρόνησο σε μέρες όπου η μισαλλοδοξία θεριεύει ξανά. Μόνο που το φιλμ του Ζισουά όσο κι αν παραμένει μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική άσκηση, θα χρειαζόταν να είναι λιγότερο «εγκεφαλικό» και εστέτ, προκειμένου να μεταμορφωθεί στην γεμάτη ένταση εμπειρία που θα μπορούσε να είναι.