Το «Ριφιφί» είναι μια ταινία εγχειρίδιο.

Όχι, όπως φοβήθηκε (όχι άδικα) η αστυνομία της εποχής ότι η αριστοτεχνική σε όλη της τη λεπτομέρεια εικσάλεπτη σκηνή της διάρρηξης του χρηματοκιβωτίου μάθαινε στην πραγματικότητα σε επίδοξους ληστές τον τρόπο για να το κάνουν.

Το «Ριφιφί» είναι μια ταινία εγχειρίδιο για το πώς φτιάχνεις ένα φιλμ νουάρ (το καλύτερο όλων των εποχών το είχε περιγράψει ο Φρανσουά Τριφό) και ειδικά ένα heist movie, ακριβώς τη στιγμή που ο όρος δεν υπήρχε και η «Ζούγκλα της Ασφάλτου» του Τζον Χιούστον, πέντε χρόνια πριν, το 1950, είχε θέσει απλά τις βάσεις. Ο Ζιλ Ντασέν όρισε το είδος, διασκευάζοντας το «Du rififi chez les Hommes» του Ογκίστ Λε Μπρετόν για τη ληστεία ενός κοσμηματοπωλείου στο Παρίσι και πέρασε τη σκυτάλη στον Ζαν-Πιερ Μελβίλ (με το «Bob le Flambeur») και τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ (με το «The Killing») για να το εξελίξουν.

Από την πρώτη σκηνή στο πίσω μέρος ενός μπιστρό όπου μια αντροπαρέα παίζει πόκερ μέχρι τις επιγραφές από νέον στα clubs της Μονμάρτης, ο Ζιλ Ντασέν χαρτογραφεί το Παρίσι (με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει για τη Νέα Υόρκη στο «The Naked City» το 1948 και για το Λονδίνο το 1950 στο «The Night and the City») ενώ την ίδια στιγμή απλώνει τη γεωγραφία του κινηματογραφικού του βλέματτος στις ανάσες των ηρώων του, συνηθισμένων ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο της νομιμότητας ακολουθώντας ένα κώδικα τιμής που βρίσκεται ανα πάσα στιγμή σε αναθεώρηση.

Οι ανάσες θα είναι σχεδόν και το μόνο πράγμα που θα ακούγεται στην 20λεπτή βωβή σκηνή που παραμένει η πιο διάσημη στην ιστορία των heist movies (και της ταινίας, φυσικά), με τον Ντασέν να βυθίζει τον θεατή μέσα στην αγωνία και τον τρόμο - μια κουβέντα, ένας ήχος, ένα δυνατό πάτημα, μια λάθος κίνηση θα κάνουν το συναγερμό να χτυπήσει και το όνειρο να σβήσει. Με λιτούς όρους καθαρής κινηματογραφικής απόλαυσης, αλλά χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από την εμμονή στη λεπτομέρεια, ο Ντασέν μεγαλουργεί στη σκηνή του ριφιφί, αλλά στην πραγματικότητα χτίζει τη βάση για αυτό που θα ακολουθήσει, την πραγματικά σκοτεινή ταινία που είναι το «Ριφιφί» ήδη από τη σύλληψη του.

Βρίσκοντας καταφύγιο στη Γαλλία μετά από την εξορία του από την Αμερική λόγω κομμουνισμού (τον κατέδωσε ο συνάδελφος του σκηνοθέτης Εντουαρντ Ντμίτρικ), ο Ζιλ Ντασέν είναι σε συμβολικές αναλογίες ο κεντρικός του ήρωας, ο Τόνι ο Στεφανουά, που γυρίζει από τη φυλακή για να βρει τη γυναίκα που αγαπούσε με άλλον, την παρέα έτοιμη να βυθιστεί και πάλι στην παρανομία, τον εαυτό του ανήμπορο να απαντήσει τι θα κάνει με τα διαμάντια που κατάφερε να κλέψει.

Σε αναζήτησή ταυτότητας, ο Τόνι (τον υποδύεται σπαρακτικά ο Βέλγος Ζαν Σερβέ), είναι ο ήρωας που γνωρίζει το φινάλε κάθε ιστορίας, αλλά παραμένει πάντα κυνικά αισιόδοξος. Αρχικά θα αρνηθεί να συμμετάσχει στο κόλπο, όταν πει ναι θα είναι ο καταλύτης για την επιτυχία του, όταν τα πράγματα θα μπλεχτούν θα είναι ο μόνος που μπορεί να θυσιαστεί χωρίς να λείψει σε κανέναν. Ενας μοντέρνος ήρωας δηλαδή, σχεδόν πρωταγωνιστής σε ένα γουέστερν, που διαδραματίζεται στη ζούγκλα μιας πόλης που μάταια προσπαθεί να δει τους δρόμους της στεγνούς από τη βροχή και το ξημέρωμα χωρίς να πρέπει να κλείσει τα ρολά ενός μπαρ που έμεινε ανοιχτό μέχρι το πρωί.

Εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα κυκεώνα από αφελείς φαντασιώσεις, «αμερικάνικα» όνειρα, προδομένες συνειδήσεις και προδιαγεγραμμένες διαδρομές που οδηγούν πάντα στο αντίθετο της εφήμερης νίκης, οι ήρωες του «Ριφιφί» θα καταλήξουν σε ένα από τα πιο πικρά φινάλε που γυρίστηκαν ποτέ, μια αντιστροφή του ηρωισμού που για χρόνια - ακόμη και σήμερα - θα εξιδανίκευε τους απατεώνες αυτού του κόσμου. Με τη βία πάντα off screen, ο Ντασέν φτιάχνει με την ταινία αυτή ένα low budget (κόστισε μόλις 200.000 δολάρια) μανιφέστο για ανθρώπους που δεν ανήκουν πουθενά, για ληστείες που δεν κάνουν κάνένα πιο πλούσιο, για χώρες που δεν τολμούν να κοιτάξουν τι συμβαίνει μέσα από τις κλειστές πόρτες και τα παράθυρα όταν η σιωπή είναι εκκωφαντική - σχεδόν μια κραυγή για βοήθεια, για αγάπη, για κάτι που να μοιάζει με «σπίτι».

Ενα εγχειρίδιο επιβίωσης.