Εχουν περάσει δύο χρόνια αφότου ο πρώην αξιωματικός της αστυνομίας Λίο Μπαρνς επέλεξε να μη σκοτώσει τον άνδρα που ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό του γιου του. Τώρα ο Μπαρνς προσλαμβάνεται ως επικεφαλής της ασφάλειας της γερουσιαστή Ρόαν, πρωτοπόρου στην επόμενη προεδρική εκλογή, λόγω της υπόσχεσής της να εξαλείψει την ετήσια νύχτα της Κάθαρσης, κατά τη διάρκεια της οποίας νομιμοποιούνται οι φόνοι για την εκτόνωση του θυμού των πολιτών. Η Ρόαν, που έχει η ίδια πληγεί από την αποτρόπαια αυτή παράδοση, χάνοντας, δεκαπέντε χρόνια πριν, όλη της την οικογένεια, στοχοποιείται από την κυβέρνηση και όταν έρχεται ακόμα μια νύχτα Κάθαρσης, ο Μπαρνς και η Ρόαν πρέπει να καταφέρουν να μείνουν ζωντανοί μέχρι το πρωί, αν θέλουν να μπορέσουν να αλλάξουν τα πράγματα.
Τρίτη κατά σειρά ταινία στο εξαιρετικά επιτυχημένο εμπορικά (δεδομένου και του αναλογικά χαμηλού budget του) franchise που δημιούργησε ο Τζέιμς ΝτεΜόνακο, η «Κάθαρση: Ετος Εκλογών» εκτυλίσσεται (όπως και οι ελαφρώς ανώτεροι προκάτοχοί της) στην Αμερική ενός όχι πολύ μακρινού μέλλοντος, όπου για μία και μοναδική νύχτα Κάθαρσης κάθε χρόνο ακόμα και το πιο ειδεχθές έγκλημα επιτρέπεται, χωρίς καμία επίπτωση από το νόμο. Μια ακραία πολιτική απόφαση που στόχο έχει την υποτιθέμενη εκτόνωση της βίαιης πλευράς της ανθρώπινης φύσης και έχει οδηγήσει αποτελεσματικά στη μείωση της εγκληματικότητας, αλλά και στον έλεγχο του πληθυσμού, με θύματα φυσικά τις πιο ευπαθείς και αδύναμες να προστατευθούν ομάδες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Υπεύθυνος και για τα σενάρια των τριών ταινιών (εκ των οποίων η τελευταία είναι και η μόνη που βρήκε το δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες), ο ΝτεΜόνακο εμπνεύστηκε αν όχι την πιο πρωτότυπη, σίγουρα μια από τις πιο γόνιμες ιδέες των τελευταίων ετών για το σινεμά τρόμου, πρόσφορη για πολλαπλά κοινωνικά σχόλια, δημιουργώντας μάλιστα προς τιμήν του ενδιαφέρουσες παραλλαγές για κάθε φιλμ, που σταδιακά φλερτάρουν λιγότερο με το είδος του τρόμου και περισσότερο με εκείνο μιας μετα-αποκαλυπτικής δυστοπίας. Στο «Purge» του 2013 μια οικογένεια βρίσκεται πολιορκημένη στο ίδιο της το σπίτι από μια συμμορία βαριεστημένων πλουσιόπαιδων με φονικές διαθέσεις, ενώ το «The Purge: Anarchy» του 2014 ακολουθεί τις προσπάθειες μιας ομάδας αγνώστων να επιβιώσουν στους δρόμους που έχουν πλέον μετατραπεί σε πεδίο αιματηρών μαχών ανάμεσα σε απλούς πολίτες οι οποίοι αποφασίζουν να ασκήσουν το νόμιμο δικαίωμά τους να εκτονώσουν τα πιο ενδόμυχα δολοφονικά τους ένστικτα.
Πιο ξεκάθαρα πολιτικό στις προθέσεις του, το «Κάθαρση: Ετος Εκλογών» έχει ως ήρωα έναν από τους επιζήσαντες της προηγούμενης ταινίας, ο οποίος εργάζεται πλέον ως υπεύθυνος ασφαλείας μιας γερουσιαστή, υποψήφιας για την προεδρία και υπέρμαχου της κατάργησης της Κάθαρσης. Κι όπως είναι φυσικό γίνεται στόχος των αντιπάλων της, οι οποίοι αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν τη μοναδική νύχτα όπου μπορούν να την εξοντώσουν χωρίς συνέπειες, δίνοντας νέο νόημα στον πολιτικό ανταγωνισμό.
Οπως και οι προηγούμενες ταινίες της σειράς, το «Ετος Εκλογών» βρίθει από ιντριγκαδόρικες ιδέες τις οποίες, όμως, ο ΝτεΜόνακο μοιάζει ανίκανος να εξερευνήσει εις βάθος, αγνοώντας τις άπειρες δυνατότητες που του προσφέρονται για μια ανελέητη κοινωνική σάτιρα, προς χάριν ενός b-movie ενθουσιασμού. Διόλου τυχαία, η χρονική συγκυρία βρίσκει την κυκλοφορία της ταινίας σε μια Αμερική εν μέσω προεκλογικού πυρετού και πολιτικής πόλωσης, όμως η exploitation αλληγορία του ΝτεΜόνακο είναι μάλλον απλοϊκή, με την πασιφίστρια ηρωίδα να αποτελεί έναν αδιάφορο χαρακτήρα με ακόμα πιο κλισέ κίνητρα, καθώς οι πολιτικές της πεποιθήσεις και η αντίθεσή της στην Κάθαρση μοιάζουν να πηγάζουν μονάχα από το γεγονός ότι υπέφερε και η ίδια από το χαμό της οικογένειάς της σε μια τέτοια νύχτα πριν από μερικά χρόνια. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί της αντίπαλοί μοιάζουν με γραφικές φιγούρες μονοδιάστατων και σαδιστών κακών που συγκεντρώνονται στην εκκλησία για την εκάστοτε ανθρωποθυσία.
Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας ότι, ως ταινία του είδους της που σέβεται τον εαυτό της, το «Ετος Εκλογών» «οφείλει» να προσφέρει μερικές ικανοποιητικές δόσεις αιματοκυλίσματος, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι το κάνει με υπερβάλλοντα ζήλο και περίσσιο ενθουσιασμό, σε μια σειρά σκηνών που εξυμνούν μεγαλειωδώς τις επί της οθόνης βιαιοπραγίες, κάτι που αυτόματα ακυρώνει την υποτιθέμενη στάση των δημιουργών στο πλευρό της φιλειρηνίστριας ηρωίδας τους. Πώς αλλιώς να εκλάβει κανείς για παράδειγμα τη σχεδόν αισθησιακά κινηματογραφημένη σκηνή όπου μερικές μαθήτριες επιτίθενται σε ένα ψιλικατζίδικο με ηλεκτρικά πριόνια, ύφος ξαναμμένου παράφρονα και μεγαλειωδώς στυλιζαρισμένο slow motion;
Κάπως έτσι, το τρίτο μέρος της (προς το παρόν μόνο) τριλογίας του ΝτεΜόνακο χάνει για μια ακόμα φορά την ευκαιρία να αξιοποιήσει ουσιαστικά τις σαφείς πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις της και να εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που θα δικαιολογούσαν επαρκώς ένα τέτοιο σενάριο, παραμένοντας απλά ένα καλοφτιαγμένο και καθόλα διασκεδαστικό –αν δεν έχεις υπερβολικές απαιτήσεις– b-movie.