Στα 22 πιστεύεις ακόμα ότι μπορείς να επαναστατήσεις. Να αλλάξεις τον κόσμο. Να μη συμβιβαστείς. Αρχίζεις, όμως, ταυτόχρονα να αισθάνεσαι και να βιώνεις την αργή και διαβρωτική δράση ενός αλλοτριωτικού συστήματος που σε ωθεί στον εφησυχασμό. Και ανάμεσα σε αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις προσπαθείς να βρεις τη δική σου φωνή και υπόσταση. Ένα μετέωρο βήμα πριν την επανάσταση. Ή την υποταγή.

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι ήταν κι αυτός μόλις 22 χρονών το 1963, όταν γύρισε το «Πριν την Επανάσταση», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Βίαιο Θάνατο», από πολλές απόψεις όμως αυτή είναι η πρώτη ταινία στην οποία αποτυπώθηκαν όχι μόνο οι θεματικές που έμελλαν να διαπνεύσουν τη μετέπειτα θαυμαστή φιλμογραφία του, αλλά και η ορμή ενός νεαρού ποιητή και σκηνοθέτη από την Πάρμα που θέλησε να αλλάξει τον κόσμο (του) με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Το σινεμά.

«Μόνο αυτοί που έζησαν πριν την επανάσταση γνωρίζουν πόσο γλυκιά μπορεί να γίνει η ζωή» κατά τον αφορισμό του Ταλεϊράνδου που ανοίγει υπαινικτικά και αμφίσημα την ταινία, όμως για τον Φαμπρίτσιο, τον κεντρικό ήρωα και νεαρό γόνο καλοβαλμένης μεσοαστικής οικογένειας στην Πάρμα το 1962, κάθε άλλο παρά γλυκιά είναι, καθώς η ανάγκη του να εξεγερθεί ενάντια στις αστικές του καταβολές και τη μακάρια απραγία μιας πόλης που μανιχαϊστικά χωρίζεται από τον ομώνυμο ποταμό στη συνοικία των πλούσιων κι εκείνη των φτωχών, πνίγεται μέσα στην αβεβαιότητα και στα διλήμματα που γεννιούνται ανάμεσα στις επιταγές του κομμουνιστικού κόμματος και τα διδάγματα του αριστερού δασκάλου του από τη μια μεριά και στην καθολική ανατροφή του από την άλλη.

Ο Φαμπρίτσιο χωρίζει από την Κλέλια, μια όμορφη, αλλά κενή κοπέλα της τάξης του, επειδή εκείνη αντιπροσωπεύει όλα όσα αυτός θέλει να αποφύγει και λίγες ώρες μετά από μια θυελλώδη συζήτηση με τον φίλο του Αγκοστίνο, στην οποία αναφύονται για άλλη μια φορά τα αδιέξοδα της γενιάς τους και το χάσμα με τις απαιτήσεις των γονιών τους, πληροφορείται για τον τραγικό θάνατό του φίλου του από πνιγμό, τον οποίο αποδίδει σε αυτοκτονία. Διέξοδο στην υπαρξιακή του απελπισία θα βρει στο πρόσωπο της θείας του, Τζίνα, η οποία επισκέπτεται την Πάρμα από το Μιλάνο, κατατρεγμένη από τους δικούς της δαίμονες. Ενάντια στις επιταγές της ηθικής και τις κοινωνικές νόρμες, ο Φαμπρίτσιο θα συνάψει ερωτική σχέση με τη θεία του, ίσως κι ως ύστατη αντίδραση στο κατεστημένο, αυτή η μυστική και απαγορευμένη αγάπη, όμως, θα καταδείξει ακόμα περισσότερο την αδυναμία του νεαρού άντρα να υλοποιήσει τα επαναστατικά του οράματα και θα οδηγήσει στη συντριβή του ιδεαλισμού του.

Ο Μπερτολούτσι χρησιμοποιεί αυτή την πρόδηλα ημι-αυτοβιογραφική αφήγηση, η οποία αντικατοπτρίζει όλους τους φόβους και τις αβεβαιότητες της δικής του καλλιτεχνικής πορείας (σε ένα δεύτερο επίπεδο, μάλιστα, η Αντριάνα Άστι που υποδύεται τη θεία Τζίνα ήταν η κατά επτά χρόνια μεγαλύτερή του σύντροφος και πρώτη σύζυγος), και τη μετουσιώνει σε ένα γεμάτο αυτοπεποίθηση, αυθάδεια και δημιουργική αιθεροβασία κινηματογραφικό εγχείρημα, με την τρέλα του 22χρονου καλλιτέχνη που θέλει να εκφραστεί με όλη την ακατάσχετη δύναμη της νεότητας, αλλά και με την ωριμότητα ενός εν σπέρματι μεγάλου δημιουργού που κατέχει ήδη τα (εκφραστικά και τεχνικά) εργαλεία της τέχνης του.

Σαν να ανακαλύπτει για πρώτη φορά τις δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου, τις οποίες εκμεταλλεύεται στο έπακρο, ο Μπερτολούτσι πειραματίζεται με τη φόρμα και το μοντάζ κι εναλλάσσει στα κάδρα του τον αφηγηματικό ρυθμό με μια ροή που θυμίζει stream of consciousness, όσο η κάμερα ταξιδεύει πανοραμικά πάνω από την πόλη της Πάρμας, ζουμάρει στα πρόσωπα και τα σώματα των πρωταγωνιστών του, δημιουργεί σεκάνς με αντιστικτικές αλληλουχίες, κάνει απότομα και αποπροσανατολιστικά jump-cuts ή ταξιδεύει με περίτεχνα μονοπλάνα, καθ’ υπαγόρευση ή ακόμα και ενάντια στις συναισθηματικές και ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων του, στις ανάγκες της ιστορίας του και τις προσδοκίες του θεατή.

Οδηγώντας (καθ)οριστικά το σινεμά της χώρας του ακόμα ένα βήμα πιο πέρα από τη βαριά σκιά του ένδοξου, αλλά και άκαιρου πλέον, νεορεαλισμού της προηγούμενης μυθικής γενιάς των συμπατριωτών σκηνοθετών του, ο Μπερτολούτσι αγκαλιάζει με το «Πριν την Επανάσταση», το κίνημα της nouvelle vague που εκείνη την περίοδο στη γειτονική Γαλλία αμφισβητούσε σαρωτικά τους καθεστηκυίους σημειολογικούς κώδικες του αφηγηματικού κινηματογράφου, για να εκφράσει τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδα, πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά, της δικής του γενιάς, σε μια εποχή που αυτή η αμφισβήτηση θα οδηγούσε νομοτελειακά λίγα χρόνια αργότερα στο Μάη του 68 και στα βραχύβια φοιτητικά κινήματα σε ολόκληρο τον (Δυτικό) κόσμο, καθιστώντας τον τίτλο της ταινίας (αλλά και την κυνική της κατάληξη) διπλά προφητικό.

Από τη nouvelle vague, όμως, ο Μπερτολούτσι δεν δανείζεται μόνο την παιγνιώδη σοβαρότητα στην αποδόμηση της φιλμικής φόρμας, αλλά και μια διακειμενική πανσπερμία από λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές. Πέρα από την αφηγηματική ραχοκοκκαλιά και τα ονόματα των βασικών ηρώων που αντλούν την προέλευσή τους από το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ κι ενώ η καλλιτεχνική παρουσία των Γκοντάρ, Ρενέ και Τριφό γίνεται πλειστάκις αισθητή, σε σημείο μάλιστα που ο κεντρικός ήρωας πηγαίνει στο σινεμά και βλέπει το «Une Femme Est Une Femme», η ταινία κατακλύζεται από παραπομπές στον Προυστ, στο Μόμπι Ντικ, στον Όσκαρ Γουάιλντ, στον Ρομπέρτο Ροσελίνι, στον Χάουαρντ Χοκς και στον Χίτσκοκ, μερικές μόνο (άμεσες ή έμμεσες) εκλεκτικές συγγένειες του οράματος του σκηνοθέτη, ο οποίος σε ένα ακόμη ειρωνικό κλείσιμο του ματιού παραθέτει εμβόλιμα και μια ποικιλοτρόπως απολαυστική διαλογική σκηνή ανάμεσα στον Φαμπρίτσιο και έναν σινεφίλ φίλο του, όπου το κινηματογραφικό name dropping και οι αναλύσεις για τις ηθικές διαστάσεις του κινηματογραφικού κάδρου δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στα βασανιστικά ερωτήματα του κεντρικού ήρωα.

Ο Φαμπρίτσιο είναι ένας ήρωας της εποχής του, η νοσταλγία του, ωστόσο, για ένα παρόν μέσα στο οποίο ζει, αλλά το οποίο διαρκώς του διαφεύγει καθιστά αυτή την οδυνηρή έξοδο από την ανωριμότητά του για την οποία αυτός είναι υπεύθυνος διαχρονική. Ο Μπερτολούτσι θα εμβάθυνε στο μέλλον τον προβληματισμό του για την ατομική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία και την ιστορία μέσα από το ίδιο σεξουαλικό, ψυχαναλυτικό και μαρξιστικό πρίσμα, το «Πριν την Επανάσταση», όμως, είναι η πιο προσωπική ταινία του.