Ενα φόρεμα κρύβει τόσα μυστικά: ειδικά ένα φόρεμα της haute couture, φτιαγμένο στο χέρι, σχεδιασμένο χιλιοστό το χιλιοστό, μ’ ένα λείο, βαρύ μετάξι, ένα πυκνό βελούδο, να καλύπτει την πολύπλοκη κατασκευή που βρίσκεται από κάτω. Που σφίγγει ό,τι περιττό, ενισχύει ό,τι ελλιπές, σμιλεύει και πλάθει ώστε αυτό που φαίνεται να είναι τέλειο κι αυτό που κρύβεται να είναι γεμάτο κρυφές παραδοχές. Ν’ αγκαλιάζει το σώμα με την πληρότητα που ένα άλλο σώμα δεν θα τολμήσει και δεν θα καταφέρει.

Μ’ αυτή τη διττή αλήθεια, όχι της μόδας, αλλά μιας σχέσης, κάθε σχέσης, καταπιάνεται ο Πολ Τόμας Αντερσον, συναρμολογώντας με αόρατες κλωστές, μια ταινία τέλεια από έξω κι από μέσα, που μιλά για ανθρώπους ημιτελείς, συμπεριφορές συμπλεγματικές, έρωτες παράφορους και στρεβλούς και την αποδοχή όλων αυτών, μέσα σε μια πανέμορφη, υφασμάτινη αγκαλιά. Μια ταινία διπλή, της οποίας το τέλος ανατρέπει ό,τι έχεις ως τότε δει, σαν να γυρίζεις το φόρεμα το μέσα έξω και να βρίσκεις τη φόδρα του, απίστευτα καλοραμμένη κι αυτή κι απαραίτητη για την ισορροπία του.

Ο ήρωας της ταινίας είναι ο Ρέινολντς Γούντκοκ (ο Ντάνιελ Ντέι-Λούις στον κατ’ ομολογία τελευταίο ρόλο του στο σινεμά, υποψήφιος για Οσκαρ), ένας σχεδιαστής μόδας της υψηλής κοινωνίας και των γαλαζοαίματων στο Λονδίνο του ’50. Ενας άνδρας που συγκεντρώνει γύρω του δέος και σεβασμό, από εκατοντάδες γυναίκες, από την αδελφή και συνεργάτη του και έμπιστή του, τη Σέσιλ, ως τη στρατιά των μοδιστρών που κατασκευάζουν τα οράματά του και τις κυρίες που φορούν τις δημιουργίες του επενδύοντας σ’ αυτές την πορεία της ζωής τους. Καλλιτέχνης υπερόπτης, με την αλαζονεία που χαρακτηρίζει όλους τους άνδρες, τους «masters», των ταινιών του Αντερσον ως τώρα. Μόνο που η πραγματική ηρωίδα της ταινίας είναι η Αλμα, η νεαρή, αθώα (τι τρυφερό το κοκκίνισμά της), παρορμητική σερβιτόρα, που ο Ρέινολντς θα ανακαλύψει ως καινούρια πρώτη ύλη σ’ ένα καφέ και θα μεταμορφώσει σε μούσα ή μαριονέτα του. Μια μαριονέτα υπόγεια δυνατή, αυτόνομη, ικανή ν’ αλλάξει τους όρους της σχέσης χωρίς καν αυτό να γίνει ορατό. Οι γυναίκες είναι η κινητήρια δύναμη της ταινίας, έστω κι αν ο Ρέινολντς αδυνατεί να το συνειδητοποιήσει.

Από τη μια πλευρά, το «Phantom Thread» είναι ένα γοτθικό ρομάντζο, με έκδηλες, σεναριακές και σκηνοθετικές αναφορές στη «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ. Στατικό, απαλό και αβίαστα κομψό, ως τα εμμονικά ξεσπάσματά του, τις ιλιγγιώδεις βόλτες με μια μωβ Bristol, το γκροτέσκο πρωτοχρονιάτικο πάρτι με τους μασκαρεμένους πόθους. Από την άλλη, είναι μια ταινία απολαυστικά ψυχαναλυτική – η «εγκατάλειψη» του Ρέινολντς από τη μητέρα του, την πρώτη του μούσα, με το θάνατό της, τον εμποδίζει να δείξει αδυναμία μπροστά σε όποια άλλη γυναίκα – αλλά και έκδηλα ταξική. Οσο ο Ρέινολντς παγιδεύεται στο να κρύβει τη χαμηλή καταγωγή του και, μαζί, ό,τι αυθεντικό στην προσωπικότητά του, είναι η σερβιτόρα Αλμα που τολμά να πάρει στα χέρια της το τιμόνι της ζωής της. Οσο ο Ρέινολντς εγκλωβίζεται στην κλασική του μόδα μπροστά στην έλευση του καινούριου, του new look, του δυσνόητου «chic», τόσο η Αλμα ξεφεύγει τολμηρά από τον προκαθορισμένο, αδρανή ρόλο της.

Μόνο που το «Phantom Thread» απλώνει τις ιδέες του χωρίς κανένα στερεότυπο. Εκφράζοντας το συναισθηματικό σκοτάδι με θεϊκή φινέτσα αλλά και απρόσμενη ελαφρότητα, απροκάλυπτο χιούμορ, που σε οδηγεί γελώντας στη σκοτεινή πλευρά της. Οπως δεν υπάρχουν στερεότυπα στη δύναμη της γυναίκας και στο πώς αυτή εκδηλώνεται, ή αντίστοιχα στην αδυναμία του άνδρα, έτσι δεν υπάρχει, για την ταινία, το στερεότυπο της υποτέλειας στον έρωτα: υπάρχει μόνο το παιχνίδι της εξουσίας κι έχει τόσες μορφές, όσα υπάρχουν παιχνίδια. Κι αληθινές και ξεκάθαρες, τόσο έντονα τονισμένες στην ταινία, είναι μόνο οι πρωτογενείς ανάγκες – η πείνα (τι χορταστικά πρωινά), η δίψα, η έλξη.

Τόση σημασία έχει για την ταινία η αισθητική της, που ο Πολ Τόμας Αντερσον, εκτός από το σενάριο, την παραγωγή, φυσικά τη σκηνοθεσία, υπογράφει και τη διεύθυνση φωτογραφίας της. Ετσι στήνει, με τη βοήθεια της ζηλευτής ομάδας art direction (οκτώ υποψηφιότητες κι ένα Οσκαρ για τον ενδυματολόγο Μαρκ Μπρίτζες), τις σκηνές του σαν ιμπρεσιονιστικούς πίνακες, πουδραρισμένους, σε χρωματικές / συναισθηματικές παλέτες: τα μωβ, τα μπλε, τα απαλά πράσινα, τα βαθυκόκκινα, τα ζεστά κίτρινα και καφέ του «φινάλε». Και μέσα τους τοποθετεί ρομαντικά κοντινά, στο δέρμα, το ανθρώπινο ύφασμα, τα βλέμματα, τις ανάσες εγγύτητας.

Κρατά το μοντάζ του ήρεμο και τακτικό (ο Ντίλαν Τίτσνορ του «There Will be Blood»), πειράζει χειριστικά τη δομή για να εντείνει την αποδόμηση μιας συμβατικής σχέσης, αλλά απογειώνει το ηχητικό design του, δίνοντας στο κεντρικό ζευγάρι του μια συνωμοτική σιωπή, όταν ο ήχος ξετυλίγεται αλλού, σε άλλη δράση, σε φλύαρες ασημαντότητες. Με ανάλογο τρόπο, το αριστουργηματικό score του Τζόνι Γκρίνγουντ ντύνει με ρομαντικό, παιχνιδιάρικο, κατά στιγμές μελοδραματικό, πιάνο μια ιστορία που «θα έπρεπε» να έχει αντίστοιχο ύφος, εντείνοντας έτσι ακόμα περισσότερο την ανατροπή της.

Υποψήφιο για έξι Οσκαρ και για τέσσερα BAFTA, το «Phantom Thread» φέρνει τον Ντάνιελ Ντέι Λούις αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τα ένστικτά του, την παράλογη σωματικότητά του που πάντα έχει ένα λόγο ύπαρξης, την ακαταμάχητη γοητεία του ασκητικού προσώπου του με το ακτινοβόλο χαμόγελο-έκπληξη και τα μυθιστορηματικά μάτια: σε μια καριέρα με τέλειες επιλογές και τέλειες ερμηνείες, δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο. Αλλά, δίπλα στη θαυμάσια εσωτερική ερμηνεία της Λέσλι Μάνβιλ ως Σίριλ, που τόσο διακρίνεται φέτος, είναι η Λουξεμβουργιανή Βίκι Κριπς που, στην πραγματικότητα, κόβει την ανάσα στην ταινία, με μια ερμηνεία τόσο σύνθετη και σαρωτική, που καταφέρνει, μόνο εκείνη, να σταθεί απέναντι στον συμπρωταγωνιστή της και να τον κερδίσει με κάθε τρόπο.

Το «Phantom Thread» είναι μια ταινία που ανήκει εξολοκλήρου στον Πολ Τόμας Αντερσον, μόνο που τώρα μοιάζει να ωρίμασε ξαφνικά δεκαετίες, πνευματικά και σκηνοθετικά. Οσο το εξωτερικό κομμάτι του σινεμά του ηρεμεί, πειθαρχείται, επικεντρώνεται, τόσο το εγκεφαλικό διευρύνεται, αγκαλιάζει τις ανθρώπινες διακυμάνσεις, σαν σε μια τελευταία ταινία-απόσταγμα ενός πολύ μεγαλύτερου και σοφότερου σκηνοθέτη. Για να «ντύσει» μαγικά τη συνειδητοποίηση ότι ο έρωτας είναι και υπέροχος και τοξικός, ότι τίποτα στις σχέσεις δεν είναι άσπρο-μαύρο, όταν υπάρχει ολόκληρη αυτή η παλέτα από την υποψία στον κορεσμό, από την ευφορία στην παράδοση. Και για να διατυπώσει την ιδέα του συγκαλυμμένα και κομψά, με μια διάχυτη μελαγχολία για ό,τι κάποτε τελειώνει: το στιλ, η ελευθερία, η αθωότητα, για να μετεξελιχθούν σ’ ένα διαφορετικό ανθρώπινο πατρόν.