Αν προσπαθήσεις να περιγράψεις το «People» με συμβατικούς όρους, θα βρεθείς αντιμέτωπος με κάτι εντελώς αντικινηματογραφικό. Δωδεκα talking heads που βρίσκονται μπροστά από μια κάμερα χωρίς προφανή (κοινό) σκοπό. Δεν βρίσκονται εκεί ούτε για να τεκμηριώσουν κάτι, ούτε για να συμπληρώσουν τα κομμάτια μιας (ίδιας) ιστορίας. Λένε ο καθένας τη δική του ιστορία και μετά χάνονται. Τίποτα δεν τους ενώνει, εκτός από την ίδια συνθήκη γυρίσματος. Τίποτα δεν ενώνει τις ιστορίες τους εκτός από το γεγονός πως εκτυλίσσονται όλες κάπου στο σήμερα, κάπου στην Ελλάδα, κάπου στο περιθώριο ενός βιώματος και της ανάμνησής του.

Τότε γιατί το «People» είναι από μόνο του μια πραγματικά κινηματογραφική εμπειρία; Και γιατί βλέποντάς το δεν νιώθεις καμία ασυνέχεια, τίποτα αποσπασματικό, παρά την απόλυτη συμμετρία μιας αφήγησης που αποτελείται από εντελώς διαφορετικά στοιχεία αλλά μιλάει για το ένα και το αυτό; Και πώς μπορείς άραγε να το περιγράψεις καλύτερα παρά μόνο από το να αθροίσεις τις σκέψεις, τις απορίες, τις διαφωνίες, τα συναισθήματα που κάθονται το ένα πάνω από το άλλο καθώς η ώρα περνάει και αντί η επανάληψη του ίδιου μοτίβου να σε κουράζει, γίνεται κάτι που θα ήθελες να συνεχίσεις στο διηνεκές;

Οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα κρύβονται σε κάτι αδιόρατο που έχει σίγουρα να κάνει με τη διακριτική (και άρα μελετημένη) σκηνοθεσία του ηθοποιού Παύλου Ιορδανόπουλου που εγκλωβίζει τα πρόσωπα από την σωστή οπτική γωνία αυτού που αφηγείται κάτι όχι ακριβώς δύσκολου, αλλά σίγουρα όχι εύκολου, σίγουρα κάτι πολύ προσωπικού και μαζί κάτι που θα μπορούσε να ανήκει σε πολλούς - είτε αυτό είναι μια παιδική ανάμνηση, ένα γαμώτο, ένας βίαιος (απο)χωρισμός, μια «κακή πράξη» που έκανα ή κάτι που έμαθα από τη ζωή και θέλω να το μοιραστώ με όλους.

Σε ένα σχήμα που θυμόμαστε από την υπέροχη «Μουσική των Προσώπων» του Νίκου Κορνήλιου από το 2008, ο Ιορδανόπουλος παίζει όχι μόνο με την έννοια της εξομολόγησης ή ακόμη και της «ανάκρισης», αλλά και με τους τρόπους που αφηγούμαστε μια ιστορία όταν «παίζουμε» ή πόσο «παίζουμε» όταν μια κάμερα βρίσκεται απέναντί μας - όλα αυτά σε ένα φιλμικό παιχνίδι που καταφέρνει να ξεφύγει από τις διαστάσεις ενός πειράματος ή μιας σπουδής ανάμεσα σε ηθοποιούς με σκοπό να αναδείξει ως κεντρικό πρωταγωνιστή την πραγματικότητα.

Λίγο μετά το τέλος του «People» το σινεμά σίγουρα δεν έχει αλλάξει, αλλά αυτό που έχεις δει είναι περισσότερα πράγματα από κάποιες ιστορίες που άκουσες να συμβαίνουν γύρω σου. Οχι μόνο γιατί το βλέμμα του Ιορδανόπουλου μοιάζει να σκηνοθετεί κάτι μεγαλύτερο από απλά talking heads που ρισκάρουν την κινηματογραφικότητα του εγχειρήματος, αλλά γιατί τελικά χρειάζεσαι κάτι τόσο μικρό και όμως πλούσιο όσο το «People» για να σου υπενθυμίσει πως περισσότερο από τις ιστορίες που ζούμε, οι άνθρωποι είμαστε οι ιστορίες που λέμε.