H Eλπίδα είναι μία 55χρονη γυναίκα που ο γυναικολόγος της τής ανακοινώνει ότι μπαίνει στο στάδιο της εμμηνόπαυσης. Η ίδια μοιάζει να βρίσκεται σε παύση (στο pause) όλη της τη ζωή. Παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερό της σύζυγο, για να γλιτώσει την καταδυνάστευση του πατέρα της, βρίσκεται εγκλωβισμένη στη ρουτίνα ενός γάμου χωρίς έρωτα, τρυφερότητα, κατανόηση ή, έστω, επικοινωνία. Ο Κώστας είναι χοντράνθρωπος, αδιάφορος και απεχθής. Δε θα μπορούσε να του πει, ούτε εκείνον θα ενδιέφεραν, οι τρομαχτικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα και τη ψυχοσύνθεσή της. Πώς οι ορμόνες της ανεβάζουν τη θερμοκρασία και τρελαίνουν το μυαλό. Πώς τα κύτταρά της τής υπαγορεύουν ότι «αυτό ήταν τέλειωσε», όταν η ίδια νιώθει ότι δεν ξεκίνησε ποτέ τη ζωή της. Μοναδική της διέξοδος το skype με την κόρη και το εγγόνι της, η ζωγραφική της και η παλαβιάρα χήρα φίλη της που ζει τα 50+ χρόνια της με μπότοξ και καραόκε. Μοναδική της δύναμη: το αυτοκίνητό της - πηγή ανεξαρτησίας και σύμβολο που τη θέλει να έχει (κυριολεκτικά και συμβολικά) το τιμόνι. Οταν ο Κώστας πουλάει το αμάξι της, η Ελπίδα πατά το play της αντίστροφης μέτρησης.
Γνωρίσαμε την Τώνια Μισιαλή, τη δυναμική σκηνοθέτη από την Κύπρο, το 2013, με τη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία της «Dead End» κι ένα χρόνο μετά με το «Νανούρισμα της Πεταλούδας» που ακολούθησε μια ανάλογη καριέρα.
Στην «Παύση», το σκηνοθετικό της ντεμπούτο που έκανε την πρεμιέρα του στο Κάρλοβι Βάρι, η Μισιαλή επιλέγει ένα σύνθετο θέμα που ο κινηματογραφικός προβολέας δεν φωτίζει συχνά: τη γυναίκα που μεγαλώνει. Με ένα σκηνοθετικό στιλ που συνδυάζει τον κοινωνικό ρεαλισμό, το σινεμά παρατήρησης, αλλά και μία στιλάτη αισθητική, η Μισιαλή καδράρει την ηρωίδα της εγκλωβισμένη - στο μικροαστικό της σπίτι (άψογη η σκηνογραφία του Μάριου Νεοκλέους), στο γάμο της, στο σώμα της. Ολα την κάνουν να αισθάνεται ξένη - το εφηβικό δωμάτιο της κόρης της (στο μονό του κρεβάτι κοιμάται με τα teen idols ακόμα κολλημένα στους τοίχους), η ρουτίνα της βραδινής τηλεόρασης (ο Κώστας βλέπει δυνατά μπάλα, κι εκείνη από δίπλα προσπαθεί να παρακολουθήσει τα ντοκιμαντέρ της με ακουστικά σε μια παλιά συσκευή), oι λευκές τρίχες στα μαλλιά της.
Η σκηνοθέτης εμπιστεύεται πλήρως την εξαιρετική της πρωταγωνίστρια, Στέλα Φυρογένη, κι ο φακός της την αγαπά και την ακολουθεί στενά. Με ηλεκτρισμένη ενέργεια και δύναμη που θυμίζει Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η Φυρογένη πεισμώνει κι απογοητεύεται, ξεσπαθώνει και ξαναμαζεύεται, απελπίζεται και παίρνει αποφάσεις, καταπίνει θυμό και τον ξερνά μέσα από βλέμματα, σιωπές και βουβές εκρήξεις.
Η ιστορία της Ελπίδας θέλει να δώσει φωνή στη γυναικεία καταπίεση (και κατ' επέκταση στη γυναικεία ενδυνάμωση), να μιλήσει για την πατριαρχία, για νεκρές καθημερινότητες που νοικοκυρές έχουν ταυτίσει με την έννοια της οικογένειας, του γάμου, της επιβίωσης, της ζωής. Μιας ζωής που θα στεγνώσει μια μέρα, όπως και βιολογικά υποδεικνύει το σώμα σου.
Μόνο που κάποιες ανισορροπίες στο σενάριο (το οποίο η σκηνοθέτης συνυπογράφει με την Αννα Φωτιάδου) αδυνατίζουν, αφαιρούν από τη δύναμη της ταινίας. Ενας τόσο σχηματικά γραμμένος άντρας, χωρίς πινελιές και στιγμές ανθρωπιάς, πετάει οff και την ίδια την ηρωίδα - όταν δεν πιστεύεις τον έναν, αδυνατείς να κατανοήσεις απόλυτα και τον άλλον. Μία κολλητή που μοιάζει με καρικατούρα, προσφέρει μεν κωμική ανακούφιση, αλλά φλερτάρει και με την υστερία. Και πάνω από όλα, η επιλογή του συγκεκριμένου τέλους, καταλαβαίνουμε ότι θέλει να υπογραμμίσει την καρμική ειρωνία, αλλά μάλλον υποτιμά τον αγώνα της Ελπίδας να σταθεί στα πόδια της.
Οσες διαφωνίες όμως κι αν έχουμε, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη δυνατή φιγούρα της ηρωίδας και την εκκωφαντική της απόγνωση - κάτι που η Μισιαλή παραδίδει άρτια κι αριστοτεχνικά, με ατμόσφαιρα και ρυθμό και με μία ηθοποιό που δεν μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς.