Στο Παρίσι του 1931, ο Γάλλος μικρογκάνγκστερ Ανρί Σαριέρ, γνωστός ως «Πεταλούδας» από ένα τατουάζ του εντόμου στο στήθος του, συλλαμβάνεται για τον φόνο ενός προαγωγού στη Μονμάρτρη. Παρά τις προσπάθειές του να πείσει τη γαλλική δικαιοσύνη πως δεν ευθύνεται για το έγκλημα, καταδικάζεται σε ισόβια και στέλνεται στο Καγιέν, διαβόητη αποικιακή φυλακή στη Γαλλική Γουϊνέα. Τρία χρόνια μετά, επιχειρεί την πρώτη του απόδραση με πλεούμενο, φθάνει στο Μαρακαϊμπο και ζει για λίγο καιρό με τους ιθαγενείς Ινδιάνους, μέχρι που ξανασυλλαμβάνεται και εγκλείεται στη Νήσο του Διαβόλου.

Αλλά δεν το βάζει κάτω, παρά τις ατέλειωτες μέρες βασανιστηρίων, απομόνωσης και πείνας. Στα επόμενα δέκα χρόνια, επιδίδεται σε άλλες οκτώ απόπειρες απόδρασης, με οριστικά επιτυχημένη την τελευταία, οπότε και καταλήγει στη Βενεζουέλα, τη χώρα που θα τον στεγάσει μέχρι τις παραμονές του θανάτου του από καρκίνο του λάρυγγα, στα 1973. Στο μεταξύ, εκτός από εστιάτορας στο Καράκας, θα έχει διαπρέψει και ως συγγραφέας διεθνώς με το αυτοβιογραφικό «Ο Πεταλούδας», μπεστ σέλερ μεταφρασμένο σε 16 γλώσσες και καταναλωμένο από 5 εκατομμύρια αναγνώστες, ανεξάρτητα αν ορισμένοι επιζήσαντες των ίδιων φυλακών αμφισβητούν τα λεγόμενά του επιμένοντας ως έχει ιδιοποιηθεί εμπειρίες άλλων.

Φυσικά, το σινεμά δε θα άφηνε ανεκμετάλλευτο ένα τέτοιο ανάγνωσμα-χρυσορυχείο. Το 1972, Αμερικανοί και Γάλλοι παραγωγοί πληρώνουν δικαιώματα, σεναριογράφους (μεταξύ τους και τον πρώην μαυρολιστίτη Ντάλτον Τράμπο), τον φρεσκοβραβευμένο με Όσκαρ για το «Πάτον: Ο Θρύλος της Νορμανδίας» σκηνοθέτη Φράνκλιν Σάφνερ και δύο σούπερσταρ της εποχής, τους Στίβ ΜακΚουίν και Ντάστιν Χόφμαν, για να κάνουν τα βιώματα του Πεταλούδα περιπέτεια κινηματογραφική. Και πληρώνουν αδρά: 12 εκατομμύρια δολάρια θα στοιχίσει το όλο εγχείρημα, με το πρωταγωνιστικό δίδυμο να καπαρώνει τα 3 (2 ο ΜακΚουίν στον ομότιτλο ρόλο, 1 ο Χόφμαν σε εκείνον του φίλου και «συνεταίρου» του Σαριέρ, του παραχαράκτη Λούις Ντέγκα, που «χορηγεί» τις αποδράσεις και την προστασία του) και τον Σάφνερ να συντονίζει όλο σχεδόν το υπόλοιπο κόστος για την εκπλήρωση των επικών του προθέσεων.

Ιδού λοιπόν οι πηγές του «Πεταλούδα», ιδού το μπάτζετ, ιδού και οι φιλοδοξίες των συντελεστών του. Πάντα χρήσιμο να πληροφορείσαι για το παρασκήνιο μιας ταινίας, αλλά η ταινία η ίδια, το επί της οθόνης αποτέλεσμα, είναι μια άλλη κουβέντα. Και επική τελικά είναι πράγματι η περιπέτεια στην οποία γινόμαστε μάρτυρες εδώ, όχι γιατί ξετυλίγει με πλούτο στις λεπτομέρειες και έναν κάποιο λυρισμό στο ύφος τον πεισματικό ανά τα χρόνια ηρωισμό του υποκειμένου της, αλλά γιατί εξερευνά με ανάλογη επιμονή και πάθος τον πυρήνα του αντικειμένου της, που είναι η ελευθερία. Με τον «Πεταλούδα», ο Σάφνερ στήνει ουσιαστικά μια επική μελέτη της έννοιας της «ελευθερίας από…» (που προηγείται αναγκαστικά της «ελευθερίας για…»), απόλυτα αντιπροσωπευτική μιας εποχής (το πρώτο μισό του ’70) όπου το δυτικό πολιτικοκοινωνικοοικονομικό σύστημα διέρχεται την πιο θλιβερή μέσα στον 20ο αιώνα κρίση του και η τέχνη (και δη η αμερικανική) το αμφισβητεί με τα μουντότερα χρώματα και το πιο αμείλικτο μένος.

Ακόμη κι αν τούτη η 2,5ωρη μελέτη δεν είναι το ίδιο συμπαγής σε ρυθμούς με προηγούμενες δουλειές του Σάφνερ σαν τον «Πλανήτη των Πιθήκων» του 1968 ή τον «Κυρίαρχο» του 1965 (που, κατά τη γνώμη του υπογράφοντα, είναι η καλύτερή του), δεν παύει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις συναρπαστικότερες περιπέτειες φυλακών που μας έχει δώσει ποτέ το σινεμά, με σκηνές ανθολογίας που χαράσσονται στον νου (οι σκηνές της απομόνωσης του Πεταλούδα, η φιγούρα του κάθε που εξέρχεται, η επίσκεψη στο νησί των λεπρών) και την πιο ενδιαφέρουσα ίσως ανδρική ερμηνευτική αναμέτρηση του Χόλιγουντ του ’70 μαζί με τον «Καουμπόι του Μεσονυχτίου» και το «Σκιάχτρο», που θέλει τη φυσικότητα του ΜακΚουίν -εδώ στον πιο τσαλακωμένο ρόλο της καριέρας του- σε μόνιμη τριβή με τους μανιερισμούς του Χόφμαν.