Κάτοικοι της Νέας Ορλεάνης βρίσκουν τη σωματικά και ψυχικά τραυματισμένη 17χρονη Νελ, μετά τον εξορκισμό της στο δάσος της Λουιζιάνα, και την παραδίδουν σε ίδρυμα. Εκείνη δε θυμάται τίποτα, έχει όμως τρομαχτικούς εφιάλτες. Προσπαθεί να αλλάξει σελίδα στη ζωή της και να νιώσει όπως και τα υπόλοιπα κορίτσια της ηλικίας της, όμως τη στιγμή που ξεχνιέται, ο Δαίμονας εμφανίζεται ξανά. Το ίδιο και το φάντασμα του πατέρα της: αν παραδοθεί στην επιθυμία και την ονείρωξη, το Κακό θα νικήσει. Πρέπει να αντισταθεί στην σκοτεινή δύναμη.
Εγκαταλείποντας το «κουνημένη κάμερα στον ώμο», ψευδοντοκιμαντερίστικο στιλ της πρώτης ταινίας, ο Εντ Γκας Ντόνελι επιχειρεί μία πιο ήσυχη, γήινη κινηματογράφηση. Οι σκηνές του τρόμου παρουσιάζονται περισσότερο παραδοσιακά και παλιομοδίτικα: με τη σταθερή κάμερα να κυλά υγρά σε γερανό και να στρίβει απότομα τη σταθερή της πορεία, με τον ήχο να παίζει σατανικά παιχνίδια από ένα ανοιχτό ρετρό ραδιόφωνο, με κοράκια να πέφτουν με γδούπο νεκρά από τους ουρανούς. Δυστυχώς όμως, εκτός από στερεότυπες παραβολές, απουσιάζει επίσης κι όλο το σκοτεινό δεύτερο επίπεδο της χριστιανικής υποκρισίας και της υποψίας οικογενειακής αιμομιξίας στην επαρχιακή Λουιζιάνα - κάτι που έκανε τον εφιάλτη του πρώτου μέρους πολύ πιο ουσιαστικά ζουμερό.
Τώρα η Νέα Ορλεάνη στέκεται ουσιαστικά αναξιοποίητη μέσα στα κλισέ του Μάρντι Γκρα της: το Κακό παραμονεύει κρυμμένο πίσω από την βενετσιάνικη μάσκα του κι ο Δαίμονας Αμπαλαμ, στην πόλη της Αμαρτίας συμβολίζει την... αμαρτία.
Κι αυτό είναι το πιο εξοργιστικό από όλα. Πώς ένα θρίλερ που, κακά τα ψέμματα, απευθύνεται περισσότερο στο εφηβικό κοινό ταυτοποιεί τη σεξουαλική ηδονή με την επικράτηση του Κακού. Η πρωταγωνίστρια Ασλεϊ Μπελ, περιφέρεται ως χλωμή, αθώα Παρθένα και, αν θέλει να επιβιώσει η ίδια (ή και ολόκληρη η ανθρωπότητα, δεν μας έγινε ξεκάθαρο) δεν πρέπει να αφήσει την αμαρτία να την απογειώσει (ένα βράδυ αυτό γίνεται κυριολεκτικά σε μορφή ονείρωξης). Τα πλάνα που δοκιμάζει το πρώτο της κραγιόν, φιλά ένα αγόρι και ακούει «την μουσική του διαβόλου» με ακουστικά μοιάζουν βγαλμένα από αντίστοιχο θρίλερ των 60ς.
Οταν όλα φτάνουν στο (ο Θεός να το κάνει) ανατρεπτικό τέλος τους, οι υποψίες μας επιβεβαιώνονται: αυτός ήταν ο σκοπός. Μία παραβολή της «αμαρτωλής» πλευράς της ενηληκίωσης. Μία σκοτεινή απεικόνιση του επώδυνου τέλους της αθωότητας.
Oh please.