Το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει έναν φτωχό εβραίο κουρέα του φανταστικού έθνους της Τομανίας να έχει πάθει αμνησία. Σώζοντας έναν αξιωματικό από βέβαιο θάνατο, το αεροπλάνο τους έπεσε και εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Οταν φεύγει από το νοσοκομείο των βετεράνων έχουν περάσει χρόνια, αλλά εκείνος επιστρέφει στη γειτονιά και το κουρείο του θεωρώντας ότι λείπει λίγες μέρες. Ομως η Τομανία έχει αλλάξει ριζικά. Ο Μεγάλος Δικτάτορας, Αντενόιντ Χίνκελ, έχει αποκτήσει εξουσία παντοκράτορα και με ατσάλινη γροθιά, ρητορική μίσους και προπαγάνδα προετοιμάζει τον λαό και τον στρατό του για την απόλυτη κυριαρχία της αρίας φυλής. Εξω από το μαγαζί του, ο μπερδεμένος κουρέας βλέπει γραμμένη τη λέξη «Εβραίος». Το στρατό στο δρόμο να τρομοκρατεί. Δεν καταλαβαίνει. Αντιστέκεται κι αυτό οδηγεί στη σύλληψή του. Μόνο που ένα γύρισμα της τύχης φέρνει ξανά στο διάβα του τον ευγνώμονα αξιωματικό και αυτό οδηγεί τον κουρέα να γίνεται ακούσια ήρωας της αντίστασης. Η ομοιότητά του με τον Μεγάλο Δικτάτορα θα μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας: ο Χίνκελ είναι έτοιμος να εισβάλει στο γειτονικό Οτσερλιχ. Ποιος όμως θα έχει τον τελευταίο λόγο;
«Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» γυρίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1939, στην αυγή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1940, όταν οι Ναζί είχαν μόλις κατακτήσει τη Γαλλία. Μάλιστα λέγεται ότι η πρεμιέρα της στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκε μέσα στους βομβαρδισμούς. Ο Τσάρλι Τσάπλιν ήξερε αρκετά για τον Χίτλερ, αλλά ούτε μπορούσε να φανταστεί πόσο προφητικό ήταν το σενάριό του που σατίριζε τη γελοιότητα, αλλά αναγνώριζε την επιρροή και καυτηρίαζε την επικινδυνότητα ενός τέτοιου φασίστα. Παρακολουθείς τη διακωμώδηση του κατατρεγμού των Εβραίων και σφίγγεται το στομάχι σου. Ο Τσάπλιν δεν είχε ιδέα όταν έκανε την παρωδία στο βήμα της χήνας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ότι θα ακολουθήσει ένα Αουσβιτς, ένα Ολοκαύτωμα.
Αυτό που ήξερε ήταν ότι οι Ες Ες τον μπέρδευαν με Εβραίο, ενώ δεν ήταν, κι είχαν απαγορεύσει τις ταινίες του στη Γερμανία. Οπως επίσης γνώριζε ότι, ειρωνικά, είχε γεννηθεί με 4 μέρες διαφορά από τον Αδόλφο. Και το ότι οι γελοιογράφοι παγκοσμίως σατίριζαν την περσόνα του Χίλτερ με σκίτσα που τόνιζαν την ομοιότητά του με τον Σαρλό αλητάκο του.
Ολα αυτά του έδωσαν την ιδέα να κατασκευάσει μία ταινία αντιθέσεων. Μία κωμωδία που θα έλεγε τα πιο σοβαρά πράγματα. Μία σάτιρα φαντασίας που η πραγματικότητα θα την ξεπερνούσε σε υπερβολή. Μία ταινία για το παρόν που, ακόμα και σήμερα, μοιάζει πάντα επίκαιρη - σαν να έρχεται από το μέλλον.
Σκηνοθετώντας τον εαυτό του σε διπλό ρόλο, και του κουρέα και του δικτάτορα, ο Τσάπλιν δοκιμάζεται σε διαφορετικές εκδοχές του σλάπστικ. Οταν φορά τη στολή του φαντάρου/κουρέα, η κίνηση του σώματος είναι αθώα, υγρή, μπαλετική. Αν κοιτάξεις προσεχτικά ανάμεσα στα γέλια, η κριτική του για το πώς η εξουσία επιβάλλεται και μέσα στις τάξεις του στρατού και πώς οι φουκαράδες μόνο τρέχουν στην πρώτη γραμμή, είναι αυστηρή και ευκρινής. Η χορογραφία της κωμωδίας σε κάνει να γελάς, όμως το βλέμμα του σκηνοθέτη πέφτει ξεκάθαρα επικριτικά στον παραλογισμό του πολέμου. Το ίδιο συμβαίνει και με την επιστροφή στο εβραϊκό «γκέτο». Ο κουρέας δεν είναι παρά ένας απλός άνθρωπος που γίνεται ήρωας μέσα από συμπτώσεις κι ο Τσάπλιν χειρίζεται το σώμα του με χειρουργική ισορροπία ανάμεσα στην αφέλεια και την τόλμη.
Οταν όμως φορά τη στολή και το ύφος του δικτάτορα, η μίμηση και η παντομίμα του απογειώνονται και με τη βοήθεια του λόγου. Είναι η πρώτη του ομιλούσα ταινία και θα χρησιμοποιήσει τον ήχο αριστουργηματικά. Το σλάπστικ εδώ είναι κοφτό, σκληρό, αδίστακτο και οι λέξεις (που φυσικά παρωδούν τη γερμανική γλώσσα) ξεστομίζονται άγρια, με επική έπαρση. Η κωμωδία φλερτάρει με το γελοίο αλλά και το ανησυχητικό. Ο Χίνκελ του κουβαλάει την ανασφάλεια, τα κόμπλεξ και την μεγαλομανία του με μία ασταμάτητη, σαρωτική ενέργεια και ορμή. Οσο γελάμε, εκείνος ακούραστα σχεδιάζει βαρβαρότητες. Είναι υπέροχο ως εύρημα να βλέπεις την κρυφή ζωή του δικτάτορα: όταν δεν τον κοιτά κανείς παίζει με την υδρόγειο σαν να είναι φουσκωτή μπάλα θαλάσσης. Και ταυτόχρονα είναι ανατριχιαστικό. Η σάτιρα προειδοποιεί: νάρκισσοι ηγεμόνες θεωρούσαν, θεωρούν και θα θεωρούν τον πλανήτη παιχνίδι τους.
Ο Τσάπλιν όμως δεν σταματά εδώ. Δεν του αρκεί να δείξει απλώς ότι γεννιέται μία μαύρη σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από το φασισμό. Είναι καλλιτέχνης και θα παρέμβει. Με έναν 6λεπτο αριστουργηματικό αντιρατσιστικό λόγο, που αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα φινάλε στο σινεμά, ο κουρέας του θα πάρει το μικρόφωνο και θα καλέσει τους ανθρώπους να ξυπνήσουν και να μην ακολουθούν το μίσος, αλλά την αγάπη. Εκεί ο κουρέας γίνεται ηγέτης κι ο ηγέτης άνθρωπος. Κι όχι μόνο: και οι δυο ήρωες κάνουν στην άκρη για να βγει μπροστά ο δημιουργός. Ο Τσάπλιν μάς απευθύνει την προσωπική του έκκληση. Με σπασμένη, αλλά δυνατή φωνή. Βουρκωμένο βλέμμα. Και τη βεβαιότητα ότι η κωμωδία, ναι, μπορεί να πει τα πιο σοβαρά πράγματα. Κι ότι η καλοσύνη θα νικήσει.