Ο ταξιδιώτης Μάικλ Γουιλκς, ένας πρώην κατάδικος, παραβιάζει τους όρους της αναστολής του για να συναντήσει την πρώην σύζυγό του. Στην προσπάθειά του αυτή επιβιβάζεται άθελά του στο λάθος ενοικιαζόμενο όχημα. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι το περιεχόμενο που ανακαλύπτει στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου θα τον κάνει νούμερο ένα καταζητούμενο από μια ομάδα διεφθαρμένων αστυνομικών.

Οι περισσότεροι από εμάς, πιθανότατα, δεν θα μπαίναμε καν στο αυτοκίνητο, αν το γραφείο ενοικιάσεως είχε αφήσει αντί για το σεντάν που είχαμε παραγγείλει, ένα μίνι βαν, στο αεροδρόμιο του Γιοχάνεσμπουργκ και πιθανότατα, μετά από μια τηλεφωνική σκηνή, θα απαιτούσαμε τουλάχιστον upgrade σε ένα όχημα, πιο πολυτελές.

Οι περισσότεροι από εμάς όμως, δεν είμαστε ο Πολ Γουόκερ, και σίγουρα δεν είμαστε τόσο τυφλοί απέναντι στην κοινή λογική όσο ο χαρακτήρας του στην ταινία. Γιατί αν το λάθος αμάξι δεν είναι αρκετό για να τον κάνει να αλλάξει τα σχέδιά του (που περιλαμβάνουν την ευφυή ιδέα να παραβιάσει τους όρους της αποφυλάκισης του προκειμένου να δοκιμάσει να κερδίσει την πρώην γυναίκα του), τότε το γεγονός ότι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου υπάρχει ένα τηλέφωνο που του δίνει οδηγίες «να τελειώσει καθαρά τη δουλειά», θα έπρεπε να είναι.

Ή ίσως το γεγονός ότι στο αμάξι, υπάρχει επίσης ένα γεμάτο όπλο. Και στο πορτμπαγκάζ μια δεμένη και φιμωμένη γυναίκα. Κι όμως θέλοντας ίσως να σπάσει το ρεκόρ των περισσότερων λάθος επιλογών σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο, ο ήρωας συνεχίζει να οδηγάει το αυτοκίνητο, συνεχίζει να συνομιλεί με τους ανθρώπους που τον παίρνουν τηλέφωνο και που προφανώς δεν είναι από το γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων.

Πως το ξέρουμε; Αν όλα τα άλλα στοιχεία δεν επαρκούν, πόσες φορές ένα γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων σας έχει δώσει ραντεβού για να αντικαταστήσει το αυτοκίνητο που οδηγείτε σε μια άδεια αποθήκη στην μέση του πουθενά;

Η λογική και η αληθοφάνεια λοιπόν δεν είναι προφανώς το δυνατό σημείο αυτού του φιλμ που μοιάζει με μια καλοφτιαγμένη, αλλά ανούσια b movie που στις λαμπρές μέρες της βιντεοκασέτας, το παιδί πίσω από τον πάγκο θα την σύστηνε ανεπιφύλακτα και δεν θα την έβρισκες ποτέ ξενοίκιαστη στο ράφι.

Ομως το άθροισμα του Πολ Γουόκερ κι ενός αυτοκινήτου που τρέχει ξέφρενο, δεν δίνει ως σύνολο έναν κλώνο του «Fast and Furious». Δεν δίνει βεβαίως και μηδέν εις το πηλίκον, αλλά αυτή η απολύτως συμβατική περιπέτεια δεν έχει να επιδείξει τίποτα παραπάνω από μερικά εντυπωσιακά κυνηγητά αυτοκινήτων μερικές γραφικές εικόνες νοτιοαφρικανικής μιζέριας με γυρίσματα σε «φωτογενείς παραγκουπόλεις» και «instagram» βιομηχανικά προάστια.

Οσο για την «πολιτική» χροιά της ταινίας, που έχει να κάνει με τους αληθινούς λόγους που η νεαρή γυναίκα βρέθηκε σε εκείνο το πορτμπαγκάζ, με τη διαφθορά και την βρώμικη πλευρά μια ολόκληρης κοινωνίας, είναι δυστυχώς τόσο διακοσμητική όσο και οι χαρακτήρες του φιλμ (του οδηγού του αμαξιού συμπεριλαμβανομένου) κι εξίσου πειστική, όσο οι επιλογές του κεντρικού ήρωα.