Aρχές του 1900 στη Βιέννη. Δέκα ζευγάρια (η πόρνη και ο στρατιώτης, ο στρατιώτης και η υπηρέτρια, η υπηρέτρια και ο νεαρός κύριός της, ο νεαρός κύριος και η παντρεμένη γυναίκα, η παντρεμένη γυναίκα και ο σύζυγός της, ο σύζυγος και η νεαρή κοπέλα, η νεαρή κοπέλα και ο ποιητής, ο ποιητής και η ηθοποιός, η ηθοποιός και ο κόμης, ο κόμης και η πόρνη), δέκα διαφορετικές συναντήσεις, ενας αφηγητής. Ακολουθήστε τους σε μια διαδρομή 360 μοιρών γύρω από τον έρωτα.
Κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου σε στούντιο και απαγκιστρωμένο από τη θεατρικότητα της καταγωγής του (το ομώνυμο έργο του Αυστριακού Αρθουρ Σνίτζλερ), το «La Ronde» είναι η ταινία που περιγράφει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη το σινεμά του Μαξ Οφίλς. Ενα σινεμά τόσο κομψό, απέριττο, ελαφρύ και ευφυές, ικανό να ίπταται πάνω από οποιαδήποτε σύμβαση, οποιαδήποτε κινηματογραφική σχολή, οποιαδήποτε γνωστή ή άγνωστη έννοια του μοντερνισμού.
Ισως ο όρος avant-garde να είναι ιδανικός για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ο Οφίλς διασχίζει τα επεισόδια που αποτελούν το «La Ronde» ολοκληρώνοντας έναν τέλειο κύκλο εφήμερων ερωτικών συναντήσεων με φόντο τη Βιέννη των αρχών του 1900. Αλλά και πάλι, ένας τόσο κακοποιημένος μέσα στα χρόνια όρος μοιάζει λίγος για να μεταφέρει την αίσθηση και την αισθητική που αναδύει σε κάθε της πλάνο μια ταινία που σε μια έκρηξη αριστοτεχνικής δεξιοτεχνίας καταφέρνει και η ίδια να είναι ένα ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα στο θέαμα και τον θεατή.
Με οδηγό έναν αφηγητή (ο Αντον Γουόλμπρουκ από τα «Κόκκινα Παπούτσια»), ο Οφίλς δεν ακυρώνει μόνο τον χρόνο (σε διάστημα πόσων ημερών διαδραματίζονται οι ιστορίες;), τον τόπο (τα μεγάλα σαλόνια της Βιέννης σε απόλυτη εναρμόνιση με τις «βρώμικες» αποβάθρες των λιμανιών) και τις τάξεις (αριστοκράτες, κόμηδες, πόρνες και φαντάροι όλοι πλευρές του ίδιου χαρακτήρα), ξεκινώντας με το «La Ronde» τη σειρά των αριστουργημάτων που θα ακολουθούσαν μέχρι το τέλος της καριέρας του, από το «Le Plaisir» μέχρι το «Madame De...» και τη «Λολα Μοντές».
Συναρμολογημένο σε ζευγάρια (δύο για τον κάθε ήρωα), το ψηφιδωτό του «La Ronde» ακυρώνει περισσότερο από οτιδήποτε το δίπολο άντρας-γυναίκα σε μια δαιμόνια ανταλλαγή ρόλων που κατεδαφίζει τα στερεότυπα του κυνηγού άντρα και της γυναίκας – θήραμα, καθώς ο κάθε ήρωας άγεται και φέρεται από την ερωτική του επιθυμία ανάλογα με τις περιστάσεις κυνηγώντας στην πραγματικότητα όχι τον «άλλον» αλλά το ίδιο το άπιαστο όνειρο του έρωτα.
Σαν ένας πολλαπλός οργασμός που διακόπτεται μόνο από την παρέμβαση της μοίρας, οι ιστορίες που αποτελούν το «La Ronde» μοιάζουν με μια ανοιχτή επιστολή στην σεξουαλική ελευθερία, σε όσα ανομολόγητα αλλά και «καθημερινά» συμβαίνουν μέσα στις κλειστές κρεβατοκάμαρες. Αυτές που ο Οφίλς κινηματογραφεί σαν να είναι ο κινητήρας του σύμπαντος, το σημείο μηδέν απ’ όπου ξεκινούν και τελειώνουν όλα στέλνοντας με μαθηματική ακρίβεια τους «περιστασιακούς εραστές» του σε ένα ακόρεστο κυνήγι για την ικανοποίηση της επιθυμίας.
Ηδονοβλεψίας και ταυτόχρονα χειρουργικός τομογράφος μιας λίμπιντο που ελευθερώνει τους ήρωες του από τα βαριά κοστούμια εποχής, την αγωνία ενός νέου αιώνα και τα «πρέπει» της καταγωγής τους, ο Οφίλς μοιάζει με έναν επαναστάτη αποφασισμένο να γκρεμίσει τα τείχη του καθωσπρεπισμού. Οπλο του, μια αεικίνητη κάμερα που σε θέσεις – κλειδιά διαβάζει πίσω από τα τα γεμάτα υπονοούμενα βλέμματα, πίσω από την αμηχανία των ηρώων, πίσω από την πλήρωση ή την αδυναμία της πλήρωσης του ερωτικού τους πόθου για να εξυμνήσει τελικά τον ερωτισμό που κρύβει μέσα του το ίδιο το σινεμά.
Ολοκληρώνοντας την 360 μοιρών περιστροφική του πορεία, το «La Ronde» καταφέρνει το ακατόρθωτο: να κάνει σινεμά την αίσθηση της ελαφρότητας που φέρει το βήμα ενός ανθρώπου που μόλις ερωτεύτηκε και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής με το αντικείμενο του πόθου του. Να κάνει σινεμά εκείνη τη σπάνια στιγμή όπου το σύμπαν περιστρέφεται γύρω σου χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, χωρίς αιτία σημαίνοντας ταυτόχρονα τα πάντα.