Ο ψύχραιμος Βαλ, παίρνει εξιτήριο από τη φυλακή, αφού έχει εκτίσει την σχεδόν τριακονταετή ποινή του, αρνούμενος να καταδώσει τους συνεργούς του στην αστυνομία. Στην ελεύθερη ζωή του τον περιμένει ο κολλητός του, ο Ντοκ και σύντομα οι δυο τους συναντιούνται με τον τρίτο της παρέας, τον Χιρς. Το δέσιμο των τριών φίλων παραμένει πολύ δυνατό, και παρά την ηλικία τους, η ικανότητά τους να προκαλούν το χάος δείχνει το ίδιο ζωντανή όπως παλιά. Ενας ανοιχτός λογαριασμός, όμως, από το παρελθόν θα έρθει να χαλάσει το πάρτι που ονειρεύονται ότι μπορούν να ζήσουν από δω και πέρα στη ζωή τους. Μαζί θα προσπαθήσουν να φανούν αντάξιοι της φήμης τους και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Υπάρχει κάτι τρομερά συγκινητικό, σχεδόν σπαρακτικό, στον τρόπο με τον οποίο ο Αλ Πατσίνο και ο Κρίστοφερ Γουόκεν περιφέρονται ως δύο πρώην πρωτοπαλλίκαρα του οργανωμένου εγκλήματος, τώρα στα περασμένα εξήντα τους, προσπαθούν να ξαναζήσουν τις χρυσές μέρες του παρελθόντος.
Ο Αλ Πατσίνο, στο ρόλο ενός πρόσφατα αποφυλακισμένου, σολάρει με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει ως ένας αμετανόητος έφηβος που πιστεύει πως ό,τι άφησε πίσω του τον περιμένει και πως το σώμα του μπορεί να είναι ακόμη ικανό για «all night parties» με γυναίκες και ποτά.
Στον αντίποδά του ο Γουόκεν δεν θα σταματήσει ποτέ να επιβεβαιώνει πως είναι ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς που είχαμε την τύχη να δούμε ποτέ στη μεγάλη οθόνη, εδώ στο ρόλο ενός άντρα σε απόσυρση που αρκείται στο γεγονός πως το άθλιο διαμέρισμά του στη Βαλτιμόρη έχει καλωδιακή τηλεόραση.
Μαζί, ο Πατσίνο και ο Γουόκεν είναι σαν να υποδύονται εκτός από τους χαρακτήρες τους και τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς το παρελθόν των ένδοξων ημερών τους ως ισχυρών μιας βιομηχανίας μοιάζει να τους κυνηγά ακόμη, καθώς αυτοί βρίσκουν τρόπους μεγαλοσύνης, αξιοπρέπειας και συσσωρευμένου κυνισμού για να τα στείλουν όλα στο διάολο και να συνεχίζουν να ζουν.
Πάνω σε αυτή τη βάση, δεν μπορεί κανείς παρά να επαινέσει τον πρωτοεμφανιζόμενο Φίσερ Στίβενς, πρώτον γιατί εξασφάλισε ένα τέτοιο καστ (συμπληρώστε στους δύο παραπάνω και έναν απολαυστικό Αλαν Αρκιν) και δεύτερον γιατί προσπάθησε να απομυζήσει όλη τη λατρεία του για το αμερικάνικο σινεμά των 70s προκειμένου να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων που απαιτούσαν οι ηθοποιοί του.
Η επιλογή του, όμως, να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα στη μεγαλύτερη διάρκεια του διαλογικό δράμα χαρακτήρων και σε μια αύρα αυτοπαρωδίας που πολύ συχνά καταλήγει σε κατά λάθος γελοιοποίηση των ηρώων του, ισοπεδώνει κάθε προσπάθεια καλώς εννοούμενης νοσταλγίας ολοκληρώνοντας τελικά μια καθόλα χαμένη ευκαιρία.
Δεν είναι μόνο οι υπερβολικά αργοί ρυθμοί που στα χέρια ενός Τζέιμς Γκρέι («The Yards») ή ενός Εϊμπελ Φεράρα (θυμηθείτε την «Κηδεία») θα έχτιζαν μια ατμόσφαιρα υπόγειας μελαγχολίας που μοιάζει άνα πάσα στιγμή έτοιμη να εκραγεί σε μια σύγχρονη τραγωδία, ενώ εδώ λειτουργούν μάλλον επιβαρυντικά μέχρι και σε σημείο κάποια στιγμή η ταινία πια να σταματάει αδικαιολόγητα την αφήγησή της.
Δεν είναι μόνο ένα σενάριο που τελικά στηρίζει την επανένωση των ηρώων του πάνω σε μια υποτυπώδη ιστορία εκδίκησης και στις σεξουαλικές εμμονές του χαρακτήρα του Αλ Πατσίνο, που από κάποιο σημείο και μετά παύουν να είναι αστείες αλλά γίνονται μάλλον γραφικές.
Είναι κυρίως η αίσθηση πως ο Στίβενς δεν ξέρει ακριβώς αν σκηνοθετεί μια μαύρη κωμωδία, ένα αυθεντικό νουάρ υποκόσμου, ένα φόρο - τιμής στα 70s ή απλά τρεις σπουδαίους ηθοποιούς που - μεταξύ μας - όπου και να τους βάλεις θα καταφέρουν πολλά περισσότερα από αυτήν την αδιάφορη ωδή πάνω στο «περασμένα μεγαλεία» που όσο υπέροχα κι αν είναι φωτισμένη δεν μπορεί να κρύψει το πόσο «λίγη» είναι για να τους αντέξει.
Χαζεύοντάς τους φυσικά και περνάει η ώρα, αλλά αυτό δεν έκανε ποτέ μια ταινία να είναι πραγματικά ταινία.