Μέσα στη δίνη του οικονομικού κραχ της δεκαετίας του '20, ένας οικονομικά κατεστραμμένος φοιτητής κτηνιατρικής εγκαταλείπει τις σπουδές του για να ακολουθήσει ένα περιοδεύον τσίρκο. Θα ερωτευτεί μία λαμπερή ακροβάτισσα και σύζυγο του αδίστακτου, βίαιου ιδιοκτήτη, από τον οποίο θα επιχειρήσει να τη σώσει.

Η μυθολογία του τσίρκου, των μυστήριων πλασμάτων που αποτελούν το θίασό του, η έννοια της αέναης περιπλάνησης, της ζωής στο κινούμενο καραβάνι προκαλούσε ανέκαθεν την κινηματογραφική περιέργεια. Υπήρχε πάντα κάτι το σκοτεινά γοητευτικό σ' αυτό το περιοδεύον σύμπαν αλλόκοτων φιγούρων. Μία αθωότητα και μία επικινδυνότητα συνάμα. Ο εντελώς διαφορετικός τρόπος ζωής, οι διαφορετικοί νόμοι, οι διαφορετικοί ακόμα και μεταξύ τους άνθρωποι. Τα ζώα που βίαια εξημερώνονται, αλλά καμιά φορά εκδικούνται. Η αρμονία και το αισθητικό κάλλος των ακροβατών, σε αντίστιξη με τα φρικιά ή τους αγριευτικούς κλόουν.

Το να πάρει κανείς μία τόσο έτοιμη βάση, να τη συνδυάσει μ' ένα απαγορευμένο ρομάντζο και να την τοποθετήσει στην εποχή του αμερικανικού οικονομικού Κραχ μοιάζει με κερδισμένο στοίχημα. Πόσο μάλιστα αν πρώτη ύλη σου είναι ένα bestseller και πρωταγωνιστές σου μία οσκαρική ηθοποιός πολλαπλών δυνατοτήτων και ο πιο χοτ ζεν πρεμιέ της εποχής μας.

Δυστυχώς όμως, η αφήγηση του Ρίτσαρντ Λαγκραβενίζ (που έχει υπογράψει ανάμεσα σε πολλά και το υπέροχο σενάριο του «Βασιλιά της Μοναξιάς») γέρνει περισσότερο στο μελόδραμα παρά στο στιβαρό δράμα. Υπεύθυνη και η σκηνοθεσία του Φράνσις Λόρενς που υποκύπτει στο γυαλιστερό και στο στημένο, μην επιτρέποντας στη λάσπη, τον ιδρώτα, τη βρώμα του τσίρκου να προσδώσει τη δική της γοητευτική αλήθεια και να απογειώσει τη δραματουργία.

Οσο για τους ηθοποιούς: ο Ρόμπερτ Πάτινσον ίσως να είναι και ο καλύτερος του θιάσου, μάλλον λόγω χαμηλότερων προσδοκιών. Αντίθετα, η Ριζ Γουίδερσπουν μοιάζει εγκλωβισμένη σ' έναν κλισέ ρόλο, ο οποίος αν απαιτούσε απλώς μία μονοδιάστατη ξανθιά που θα ποζάρει με τσάρλεστον εμφανίσεις, απορούμε γιατί κατέληξε σ' αυτήν την τόσο ικανή και ανεκμετάλλευτη εδώ ηθοποιό. Ο μεγαλύτερος καημός όμως έχει να κάνει με τον οσκαρικό Κριστόφ Βαλτς. Οταν έχεις πρόσφατα συστηθεί μ' έναν από τους πιο έξυπνα γραμμένους και αριστοτεχνικά ερμηνευμένους κακούς της ιστορίας του σινεμά, γιατί ω άδοξε μπάσταρδε γιατί, δέχεσαι η επόμενη φορά που θα σε δούμε να είναι σ' έναν τόσο κλισέ σατανικό χαρακτήρα;

Κρίμα, γιατί η ταινία μοιάζει με μία απίστευτα χαμένη ευκαιρία.