Στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, οι πρωτεύουσες των αποξενωμένων ανθρώπων έχουν μετατραπεί σε καταθλιπτικές, παγερές, γκρίζες μητροπόλεις και οι κάτοικοί τους έχουν πέσει σε βαριά κατάθλιψη. Οπου υπάρχει ζήτηση, ανθίζει και η αγορά: η οικογένεια Τιβάς έχει ένα επιτυχημένο κατάστημα, την «Μπουτίκ για Αυτόχειρες», που πουλά όλα τα απαραίτητα μέσα αυτοκτονίας. Σκοινιά, ξυραφάκια, δηλητήρια, παγίδες, ό,τι χρειάζονται οι άνθρωποι που έχουν χάσει τη δύναμη να ζήσουν. Η οικογένεια όμως θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα με τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού, ένα αγόρι που μοιάζει να μην είναι υγιές: αγαπά τη ζωή! Τι θα απογίνει το μαγαζί των αυτοκτονιών τώρα που το χαρούμενο και αισιόδοξο πρόσωπο του μικρού κάνει τους πελάτες να χαμογελούν;

Ο Πατρίς Λεκόντ εκπληρώνει ένα μεγάλο του όνειρο, μία ταινία animation, μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Ζαν Τουλέ «Le Magazin de Suicides». Η αρχική ιδέα ήταν πανέξυπνη και οι προθέσεις άριστες: ένα θέμα που είναι αδιανόητο να γυριστεί με κανονικούς ηθοποιούς και φυσικές τοποθεσίες, μασκαρεύεται από την ελευθερία που προσδίδει το animation, κι όσο το μιούζικαλ απενοχοποιεί την πολιτική ανορθότητα της ιστορίας, τόσο καταφέρνει να ξεγλιστρήσει το αισιόδοξο μήνυμά της.

Τεχνικά, το σκίτσο είναι παραδοσιακό στις γραμμές του αλλά ταυτόχρονα ευρηματικό, πλούσιο σε ιδέες και αισθητικά πανέμορφο. Ο Λεκόντ όμως δεν σταματά στην επιδερμίδα των πραγμάτων. Χρησιμοποιεί σινεφίλ αναφορές - από το αλά «Οικογένεια Ανταμς» κατάμαυρο στήσιμο και χιούμορ, μέχρι τον γνώριμα μακάβριο, μουσικοχορευτικό σαρκασμό του Τιμ Μπάρτον- ενώ ταυτόχρονα κλείνει το μάτι και στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα. Ολοι στην οικογένεια φέρουν ονόματα διάσημων καλλιτεχνών που αυτοκτόνησαν: ο πατέρας «Μισίμα» (αναφορά στον μυθικό Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα που έκανε χαρακίρι) η μητέρα «Λουκριτία» (όπως και η ομώνυμη αριστοκράτισσα στην αυτοκτονία της οποίας οφείλεται το τέλος της μοναρχίας στη Ρώμη), η κόρη Μέριλιν (βλέπε Μέριλιν Μονρόε) κι ο γιος Βίνσεντ (όπως ο αυτοκαταστροφικός ζωγράφος Βαν Γκονγκ). Δική του η ιδέα των μουσικών ιντερλουδίων, ο ίδιος στήνει τα τραγούδια (άλλωστε έχει γράψει στίχους για θέατρο και οπερέτες στο παρελθόν), εκείνος ρισκάρει ανάμεσα στον απόλυτο κυνισμό και τον απέθαντο ρομαντισμό, εκείνος... χάνει το παιχνίδι με μία ταινία δύο ταχυτήτων.

Στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, οι πρωτεύουσες των αποξενωμένων ανθρώπων έχουν μετατραπεί σε καταθλιπτικές, παγερές, γκρίζες μητροπόλεις και οι κάτοικοί τους έχουν πέσει σε βαριά κατάθλιψη. Οπου υπάρχει ζήτηση, ανθίζει και η αγορά: η οικογένεια Τιβάς έχει ένα επιτυχημένο κατάστημα, την «Μπουτίκ για Αυτόχειρες», που πουλά όλα τα απαραίτητα μέσα αυτοκτονίας. Σκοινιά, ξυραφάκια, δηλητήρια, παγίδες, ό,τι χρειάζονται οι άνθρωποι που έχουν χάσει τη δύναμη να ζήσουν. Η οικογένεια όμως θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα με τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού, ένα αγόρι που μοιάζει να μην είναι υγιές: αγαπά τη ζωή! Τι θα απογίνει το μαγαζί των αυτοκτονιών τώρα που το χαρούμενο και αισιόδοξο πρόσωπο του μικρού κάνει τους πελάτες να χαμογελούν;

Ο Πατρίς Λεκόντ εκπληρώνει ένα μεγάλο του όνειρο, μία ταινία animation, μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Ζαν Τουλέ «Le Magazin de Suicides». Η αρχική ιδέα ήταν πανέξυπνη και οι προθέσεις άριστες: ένα θέμα που είναι αδιανόητο να γυριστεί με κανονικούς ηθοποιούς και φυσικές τοποθεσίες, μασκαρεύεται από την ελευθερία που προσδίδει το animation, κι όσο το μιούζικαλ απενοχοποιεί την πολιτική ανορθότητα της ιστορίας, τόσο καταφέρνει να ξεγλιστρήσει το αισιόδοξο μήνυμά της.

Τεχνικά, το σκίτσο είναι παραδοσιακό στις γραμμές του αλλά ταυτόχρονα ευρηματικό, πλούσιο σε ιδέες και αισθητικά πανέμορφο. Ο Λεκόντ όμως δεν σταματά στην επιδερμίδα των πραγμάτων. Χρησιμοποιεί σινεφίλ αναφορές - από το αλά «Οικογένεια Ανταμς» κατάμαυρο στήσιμο και χιούμορ, μέχρι τον γνώριμα μακάβριο, μουσικοχορευτικό σαρκασμό του Τιμ Μπάρτον- ενώ ταυτόχρονα κλείνει το μάτι και στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα. Ολοι στην οικογένεια φέρουν ονόματα διάσημων καλλιτεχνών που αυτοκτόνησαν: ο πατέρας «Μισίμα» (αναφορά στον μυθικό Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα που έκανε χαρακίρι) η μητέρα «Λουκριτία» (όπως και η ομώνυμη αριστοκράτισσα στην αυτοκτονία της οποίας οφείλεται το τέλος της μοναρχίας στη Ρώμη), η κόρη Μέριλιν (βλέπε Μέριλιν Μονρόε) κι ο γιος Βίνσεντ (όπως ο αυτοκαταστροφικός ζωγράφος Βαν Γκονγκ). Δική του η ιδέα των μουσικών ιντερλουδίων, ο ίδιος στήνει τα τραγούδια (άλλωστε έχει γράψει στίχους για θέατρο και οπερέτες στο παρελθόν), εκείνος ρισκάρει ανάμεσα στον απόλυτο κυνισμό και τον απέθαντο ρομαντισμό, εκείνος... χάνει το παιχνίδι με μία ταινία δύο ταχυτήτων.

Οσο ο Λεκόντ καταγράφει με τόλμη τον κυριολεκτικό και συμβολικό θάνατο, και έμμεσα σχολιάζει τη σύγχρονη ανθρώπινη απαξίωση και κατάντια, επιτυγχάνει ένα άξιο λόγου κοφτερό αποτέλεσμα. Αντίθετα όμως με τον Μπάρτον που καταφέρνει να βρίσκει την τρυφερότητα μέσα στις σκιές και τα σκοτάδια των ηρώων του, ο Λεκόντ μοιάζει ότι κάπου τρόμαξε, τράβηξε χειρόφρενο και αποφάσισε να καταφύγει σ' ένα ζακχαρωμένο περιτύλιγμα κλισέ κάθαρσης. Φοβήθηκε ότι θα αποξενώσει το πιο παιδικό κοινό; Τρόμαξε με το πόσο τολμηρό είναι το θέμα του; Θέλησε να είναι ξεκάθαρο και υπογραμμισμένο το μήνυμα υπέρ της ζωής;

Οποιος και να ήταν ο λόγος, το μόνο που κατάφερε είναι να αφαιρέσει από τη δύναμη της ταινίας. Ενα ενήλικο, ώριμο, πολιτικό κινούμενο σχέδιο ξεφουσκώνει, δεν είναι ούτε για παιδιά, ούτε για ενήλικες, μπερδεύεται, χάνει το στόχο του. Το αποτέλεσμα δεν είναι κακό. Δεν είναι όμως ούτε Μπάρτον, ούτε «Τρίο της Μπελβίλ». Είναι ανάμικτο και για αυτό μέτριο. Μοιάζει με ένα τολμηρό πείραμα που θυσιάστηκε, μία δημιουργική ευκαιρία που δεν απογειώθηκε, μία υπέροχη ιδέα που στην πορεία... αυτοκτόνησε.

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε ο Πατρίς Λεκόντ στο Flix.