Ο Πιπ, ένα ορφανό αγόρι, ζει στην αγγλική επαρχία του 19ου αιώνα φτωχό, αμόρφωτο, περιορισμένο. Ενα βράδυ η συνάντησή του μ' έναν δραπέτη κατάδικο θα σταθεί μοιραία: ο Πιπ θα τον βοηθήσει, κι εκείνος δε θα τον ξεχάσει ποτέ. Παράλληλα, το μικρό αγόρι θα πιάσει δουλειά ψυχαγωγώντας την εκκεντρική, μοναχική κυρία Χάβισαμ, μία ντόπια αριστοκράτισσα που ζει ημίτρελη στο σκοτάδι, φορώντας πεισματικά το νυφικό μέσα στο οποίο την παράτησε ο μεγάλος της έρωτας πριν χρόνια. Μοναδική αγάπη της: η ανηψιά της Εστέλα, ένα πανέμορφο κοριτσάκι που το μεγαλώνει να μισεί τους άντρες και να περιφέρει την παγωμένη καρδιά της ως δόλωμα σε όσους τολμηρούς θέλουν να την κατακτήσουν. Ο Πιπ ερωτεύεται την Εστέλα και αποφασίζει να γίνει αντάξιός της. Οταν μάλιστα πληροφορείται ότι είναι ο κληρονόμος μίας περιουσίας, μετακομίζει στο Λονδίνο και αγωνίζεται να γίνει τζέντλεμαν, ώστε να αξίζει την προσοχή της αγαπημένης του. Ολοι οι ήρωες έχουν μεγάλες προσδοκίες, ο ένας από τον άλλον και όλοι από τη ζωή. Ολοι λοιπόν προορίζουν τους εαυτούς τους ή για μεγάλους στόχους, ή για ακόμα μεγαλύτερες απογοητεύσεις...
O Mάικ Νιούελ («Τέσσερις Γάμοι και Μία Κηδεία», «Ο Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της Φωτιάς», «Το Χαμόγελο της Μόνα Λίζα») καταπιάνεται με ένα από τα κλασικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών με, μάλλον, παραδοσιακό φλατ τρόπο. Τίποτα το πρωτότυπο, το ανατρεπτικά σύγχρονο, ή το αθάνατα διαχρονικό δεν συμβαίνει. Η μεταφορά του, η οποία στηρίζεται στο αρκετά συμπυκνωμένο σενάριο του Ντέιβιντ Νίκολ, δεν μοιράζεται την ικανότητα του Ντίκενς να υφαίνει μία σύνθετη ταπετσαρία χαρακτήρων, καταστάσεων και πολιτισμικών λεπτομερειών και φαίνεται περισσότερο διεκπεραιωτική, παρά αποτέλεσμα έμπνευσης, πάθους, αναγκαιότητας.
Ο Νιούελ μοιάζει να εναποθέτει όλο το στοίχημα στις ερμηνείες των ηθοποιών και στην γλαφυρή ατμόσφαιρα εποχής που χτίζει από την πρώτη κιόλας σεκάνς. Στο ζευγάρι των πρωταγωνιστών του από το «Χάρι Πότερ», τους Ρέι Φάινς και Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, πέφτει το βάρος να εμπνεύσουν μυστήριο και εκκεντρικότητα, ενώ οι πραγματικοί νεαροί πρωταγωνιστές περιφέρουν την ομορφιά τους σε μία ταινία που όφειλε να βγάλει σπαραγμό και απόγνωση για την ανθρώπινη φύση που σαμποτάρει την ίδια της την ευτυχία, κι όχι στημένο, επιδερμικό, ρετρό μελό. Ο Φάινς κυκλοφορεί με τον απειλητικό (ή και παρεξηγημένο) ήρωά του φορεμένο μασκέ, ενώ η Μπόναμ Κάρτερ μοιάζει με καρικατούρα της καρικατούρας του κιτς εαυτού της.
Το αποτέλεσμα δεν προσθέτει τίποτα στην παράδοση του μυθιστορήματος, κι όποιες καλές ιδέες, όπως ένα συγκρατημένο, ψύχραιμο και για αυτό καθαρόαιμα ρομαντικό φινάλε, χάνονται στην υπερβολή. Υπάρχουν λιγότερο πιστές, αλλά πολύ πιο ακριβείς μεταφορές του πνεύματος του βιβλίου- τελευταία μάλιστα οι πιο επιτυχημένες γυρίζονται για την μικρή οθόνη, σε αντίθεση με την προβλεψιμότητα της μεγάλης.