To «MaXXXine» είναι φτιαγμένο από τις ίδιες εμμονές με τις οποίες φτιάχτηκαν τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας του Τι Γουεστ με την Μία Γκοθ - στην οποία έφτασε η ώρα, εκτός από τα επιμέρους credits που έχει στις ταινίες, να αποδοθεί άτυπα και αυτό της συνδημιουργού της.
Ο κόσμος του θεάματος (κυρίως ως όνειρο μιας καλύτερης ζωής), η γυναικεία σεξουαλικότητα (ως girl power επιβίωσης και επιβολής), το έγκλημα (ως οι καλές προθέσεις με τις οποίες υπήρξε ανέκαθεν στρωμένος ο δρόμος για την Κόλαση), η Αμερική (τριών διαφορετικών εποχών - εξίσου τρομακτικών για την επιβίωση των «διαφορετικών»), αλλά ταυτόχρονα και παχιές στρώσεις σινεφιλίας, μια ωδή στον απόηχο του grindhouse - και πιο βαθιά - και μια σαφής, ξεδιάντροπη και έξτρα fun κριτική στην ίδια τη βιομηχανία που φτιάχνει και καταστρέφει τα παιδιά της, συνήθως, με τον ίδιο αποτρόπαιο τρόπο.
Λιγότερο πρωτότυπο από το «X» και κατά πολύ λιγότερο ανησυχητικό από το «Pearl» (που δεν βγήκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες), το «MaXXXine» ακολουθεί το φετιχισμό του δεύτερου πάνω στην αδιαπραγμάτευτη σινεφιλία που μοιάζει να έχει κυριεύσει τελευταία τον Γουεστ, αλλά ενώ παραμένει ακέραιο στην κατασκευή του μέχρι το τέλος, δεν καταφέρνει παρά να κλείσει μόνο ιδανικά αλλά όχι και ικανοποιητικά την τριλογία, επιλέγοντας την εύκολο οδό του να μοιάζει διαρκώς με κάτι, τόσο που τελικά να χάνει την ταυτότητά του.
Με τι μοιάζει; Ηθελημένα φυσικά με το «Body Double» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, καθώς η Μαξίν Μινξ, σταρ της πορνοβιομηχανίας προσπαθεί να κερδίσει τον πρώτο της «κανονικό» ρόλο αλλά γίνεται η εμμονή ενός σίριαλ κίλερ που έχει βυθίσει το Λος Αντζελες στον τρόμο. Και όπως και η ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα είχε τις δικές της αναφορές στον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τα ιταλικά giallo, έτσι και το «MaXXXine» θυμίζει ρεμιξαρισμένο grindhouse που ξέφυγε από τα χέρια του Ντάριο Αρτζέντο, γραμμένο όλο σε βιντεοκασέτα των '80s που - όπως συνέβαινε συχνά - όλοι ξεχνούσαν να γυρίσουν στην αρχή.
Ο Τι Γουέστ εμπιστεύεται τυφλά την πιστή αναπαράσταση των '80s σε ένα Λος Αντζελες, όταν αυτό ήταν ακόμη μια βρώμικη πόλη των Αγγέλων Εντάσσει - έστω και για λόγους ποπ κουλτούρας - τη «σκοτεινή» Αμερική του Ρόναλντ Ρέιγκαν ακριβώς πάνω στο high των βίντεο κλαμπ και του hard rock και αφήνει τη Μία Γκοθ να αλωνίζει: στο πρώτο και πιο ενδιαφέρον μέρος ως την πιο αναπάντεχη πορωτική εκδοχή του αμερικάνικου ονείρου και στο δεύτερο ως μέρος ενός διαρκούς plot twist που δεν ενδιαφέρει παρά μόνο τους σινεφίλ. Χάνοντας και ρυθμό, εξαντλώντας και τον φετιχισμό του πάνω στα '80s, ξοδεύοντας την πιο fun «με κλειστά μάτια» σκηνή του σε ένα αδιέξοδο αρκετά νωρίς στο φιλμ, το «MaXXXine» μένει πολύ στην αντιστοιχία του με το «X» και σε κάθε σύγκριση αποδεικνύεται κατώτερο, καθώς η ώρα προχωράει και η κορύφωση του φινάλε μοιάζει - παραδόξως σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία - με μια ερασιτεχνική, βιαστική σεναριακή και σκηνοθετική απόφαση.
Τι μένει; Το στενό τζιν της Μία Γκοθ που το φοράει με την άνεση μιας αδιανόητα απενοχοποιημένης πρωταγωνίστριας (της πιο σαρωτικής των τελευταίων χρόνων - κι όχι πάντα με την καλή έννοια), το γεμάτο ιστορίες από ένα ανέκδοτο βιβλίο βλέμμα της (που βέβαια θα είναι πάντα διαπεραστικό λόγω της τελικής σκηνής του «Pearl», παρά για όλη τη διάρκεια του «MaXXXine»), μια παραγωγή που το νιώθεις πως από τα λίγα κάνει θαύματα και η αίσθηση πως το ταξίδι στο χρόνο είναι απόλυτα πετυχημένο. Και η διαπίστωση πως κάποια στιγμή η «αναφορά» οφείλει να δώσει τη θέση της σε μια πρωτότυπη ταινία - ό,τι κατάφερε δηλαδή ο Κουέντιν Ταραντίνο στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ» - και πως μερικές φορές, παρά τα φαινόμενα, το ένα «X» είναι πιο ισχυρό, πιο σέξι, πιο ικανοποιητικό από τα τρία.