Για να μπορέσει ο Mαροκινός Γιασίν να πάει να σπουδάσει Αρχιτεκτονική στο Παρίσι, όλοι οι συγγενείς και φίλοι του από το χωρίο έδωσαν ένα μικρό ποσό, ότι μπορούσε ο καθένας. Το μέλλον του διαφαίνεται λαμπρό μέχρι που ο Γιασίν αποτυγχάνει στις εξετάσεις και η φοιτητική του Visa αναγκαστικά δεν ανανεώνεται. Ο Γιασίν δεν θέλει με κανέναν τρόπο να απογοητεύσει την οικογένεια του και μέσα στην απόγνωση του, προσπαθώντας να παραμείνει νόμιμα στην Γαλλία, παντρεύεται τον κολλητό του φίλο Φρεντ. Μόνο που την υπόθεση του στο γραφείο μετανάστευσης αναλαμβάνει ένας καχύποπτός επιθεωρητής αποφασισμένος να ξεσκεπάσει τον ψεύτικο γάμο. Oταν η υπερπροστατευτική μητέρα του Γιασίν εμφανίζεται απροειδοποίητα και η Κλερ ο έρωτας της ζωής του κάνει ένα αναπάντεχο come back , το τέλειο σχέδιο του Γιασίν αρχίζει να καταρρέει.

Τα τελευταία καλοκαίρια, οι ταινίες του Φιλίπ Λασό και της παρέας του «εισβάλλουν» τα θερινά σινεμά της χώρας, σαν ιός. Πρόπερσι είχαμε το «Ολα θα Πάνε Στραβά», ενώ πέρσι το «Αλλοθι για Παντρεμένους.com». Και μπορεί αυτές οι ταινίες να είχαν κάνει επιτυχία, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στα μέρη μας, αλλά η νέα τους ταινία, «Παντρέψου με ρε Φίλε», ξεπερνά τον εαυτό της τόσο στην άνοστη καφρίλα όσο και στην καγκουριά που δύσκολα θα κερδίσει καινούργιους οπαδούς και συμπάθειες, ακόμα και κι από εκείνους που αγάπησαν και γέλασαν (!) με τις προηγούμενες.

Και μπορεί ο Λασό να μην είναι αυτή την φορά πίσω από την κάμερα και το σενάριο, με τον κολλητό του φίλο Ταρέκ Μπουνταλί να αναλαμβάνει και τα δυο, η ιδέα και το κλίμα της ταινίας δεν αλλάζει και πολύ από ότι μας έχουν συνηθίσει. Κάθε φορά είναι σαν μια ομάδα μικρών παιδιών να αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία η οποία δεν θα έχει τίποτε άλλο από καφρίλα, ανωριμότητες, κλισέ αστεία του βόθρου και σεξουαλικά υπονοούμενα. Μόνο που αυτή την φορά καταφέρνουν να ξεπεράσουν και τα ίδια τους όρια.

Ρίχνοντας ό,τι κλισέ μπορούν να σκεφτούν για τους ομοφυλόφιλους στην ταινία – γιατί κάθε γκέι που σέβεται τον εαυτό του έχει ένα σπίτι με δονητές κρεμασμένους στους τοίχους, ντύνεται στα δερμάτινα, ή τρώει σάντουιτς με μορφή φαλλού με την μαγιονέζα να ρέει άφθονη από παντού – και αντί να σατιρίζει όλα αυτά τα στερεότυπα, γελάει με αυτά και τα κοροϊδεύει, προσβάλλοντας και δαχτυλοδείχνοντας ταυτόχρονα, χωρίς κανένα ίχνος μεταμέλειας.

Και συνεχίζει, με εγκληματική αφέλεια και τον ίδιο ρυθμό, τόσο στα σεξιστικά/μισογυνιστικά όσο και στα ρατσιστικά αστεία (μια απλή ένδειξη αυτού είναι ότι ο «λευκός γάμος» στο Μαρόκο λέγεται «καφέ γάμος» - τα σχόλια δικά σας) τα οποία, επειδή ο Μπουνταλί είναι Αραβικής καταγωγής, πιστεύει πως είναι εντάξει να τα κάνει χωρίς να θεωρηθεί υπαίτιος για όλα αυτά. Το σενάριο μοιάζει να μην έχει καθόλου δομή, οι ίδιοι καρικατουρίστικοι χαρακτήρες λες και έχουν ξεπηδήσει από προηγούμενες ταινίες χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, και η πλοκή δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Από ένα σημείο και μετά απλά παύεις να ενδιαφέρεσαι για ό,τι βλέπεις στην οθόνη.

Και όμως κάπου εδώ σχολικό χιούμορ γίνεται εμετικό, το χαριτωμένο απαράδεκτο και τα αστεία απλά προκλητικά και θρασύτατα, χωρίς καμία ουσία. Ακόμα και το κοινό που πάει στο σινεμά για χαβαλέ και καφρίλα, θα νιώσει ότι εδώ οι Λασό και Σια το έχουν παρατραβήξει. Κάποιος θα πρέπει να πει το «αρκετά, φτάνει». Ας είναι οι θεατές, για αρχή.