Ο Λέοναρντ Κοέν γνώρισε τη Νορβηγίδα Μαριάν («Μαριάνε», όπως επέμενε εκείνη) Ιλεν το 1960 στην Υδρα, όταν το νησί ήταν καταφύγιο των μποέμ καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Με ελάχιστα χρήματα, αλλά άπλετο ήλιο, θάλασσα και LSD, συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι κατέφευγαν στο απάτητο από αυτοκίνητα και χυδαίο πολιτισμό νησάκι για να ζήσουν τη sex, drugs & rock 'n' roll ενηλικίωσή τους. Ή, μάλλον, την πεισμωμένη άρνηση για το τελευταίο. Η Μαριάν ήταν παντρεμένη με έναν ψυχρό, βίαιο σύζυγο και είχαν έναν γιο, τον μικρό Αξελ. Οταν γνώρισε τον Κοέν, ο σύζυγος επέστρεψε μόνος του στο Οσλο κι εκείνη παρέμεινε με το γιο της στο πλευρό του Κοέν για 8 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα ήταν αυτά της απόλυτης ευτυχίας: ποίηση, βουτιές, ρετσίνα, αγάπη, αγάπη, αγάπη.
Παρόλο που ο μελαχρινός άντρας με τα μελαγχολικά θλιμμένα μάτια δεν ήταν ακόμα ο «Λέοναρντ Κοέν» είχε το χάρισμα, την ιδιοσυγκρασία και το δαιμονισμένο ταλέντο ενός καλλιτέχνη: έπαιρνε σπιντάκια και καθόταν κάτω από τον καυτό ήλιο για να τελειώσει το (αποτυχημένο) βιβλίο του «Υπέροχοι Απόκληροι». Η Μαριάν ήταν η «πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του». Η μούσα του. Κι όπως όλες οι μούσες της ιστορίες, την ξεχώριζε, την αγαπούσε, τη χρειαζόταν, τη φώναζε - όταν τη χρειαζόταν. Μετά, εκείνος εξαφανιζόταν - επέστρεφε για μήνες στον Καναδά, στην οικογένεια και στην κατάθλιψή του (γιατί «αυτό τον ενέπνεε»). Μέχρι που μια χρονιά, ο συγγραφέας-ποιητής ανέβηκε σε μία σκηνή και τραγούδισε το «Suzanne». Δεν ήξερε καν αν ήταν τραγούδι. Δεν είχε ξαναγράψει τραγούδι. Το κοινό χειροκρότησε μαγεμένο. Κι ο μεγαλειώδης και τρομαχτικά ανασφαλής, σοφός και βαθιά ανώριμος, στοχαστικός και αστόχαστος Κοέν ξεκίνησε τη διάσημη καριέρα του, βουτώντας με πληθωρικότητα στις καταχρήσεις και τις εφήμερες σχέσεις με κάθε γυναίκα που συναντούσε. Πίσω στο νησί, η Μαριάν περίμενε να την ξαναφωνάξει. Μέχρι που την αποχαιρέτησε με το «So Long, Marianne»...
O σκηνοθέτης του «Marianne & Leonard: Words of Love» Νικ Μπρούμφιλντ ήταν κι αυτός κομμάτι της μπόχο κοινότητας της Υδρας. Είχε καταφτάσει μετά την αποχώρηση του Κοέν για να βρει την Μαριάν σε γεωγραφικό και συναισθηματικό λίμπο: μία ερωμένη χωρίς εραστή, μία μούσα χωρίς ποιητή, μία ξένη χωρίς πατρίδα που να θέλει να επιστρέψει. «Η μητέρα μου ήθελε πάντα να γυρίσω στο Οσλο. Να ζήσω μια κανονική ζωή. Σαν γραμματέας, κάπου...» ακούγεται η φωνή της να λέει. Κάτι που τελικά έκανε - μετά από χρόνια πισωγυρισμάτων σε κάθε κάλεσμα του Κοέν: κάθε φορά που τον έπιανε ανασφάλεια, ή νοσταλγία.
Ο Μπρούμφιλντ έζησε την Μαριάν, αρχικά ως ο νεαρός εραστής στον οποίον εκείνη κατέφυγε και μετέπειτα ως συντροφικός της φίλος. Ετσι είχε στη διάθεσή του άφθονα μέτρα από Super 8 φιλμ που αποτυπώνουν σε λαμπερό, καμμένο φιλμ το γοητευτικό «κάψιμο» της ζωής στην 60ς Υδρα. Φωτογραφίες της προσωπικής ζωής του Κοέν στο πατρικό του με την «ψυχικά διαταραγμένη» μητέρα, ακυκλοφόρητο υλικό από παρασκήνια των πρώτων συναυλιών του, γράμματα, κάρτες ή και ακουστικά αποσπάσματα από παραδοχές κι αφηγήσεις (τόσο του ίδιου, όσο και της Μαριάν), αλλά και on camera συνεντεύξεις με φίλους και συνεργάτες του ζευγαριού που μας δίνουν μία ξεκάθαρη εικόνα της εποχής του «ελεύθερου έρωτα» τους. Ο οποίος δεν ήταν καθόλου ελεύθερος - όπως κανένας έρωτας δεν μπορεί να είναι. Υπήρξε κόστος, τραύμα, απόρριψη, προδοσία.
Οι τυχεροί, αυτό το κάνουν τραγούδι.
Η μεγάλη επιτυχία του ντοκιμαντέρ του Μπρούμφιλντ είναι ότι δεν παίρνει θέση, δεν κρίνει κανέναν - θα ήταν ανώφελο κάτι τέτοιο στις ηλεκτρισμένες εποχές των 60ς-70ς. Η Μαριάν δεν φωτογραφίζεται ως μίζερο θύμα, αλλά ως ένα μαγικό πλάσμα με γοητεία, αξιοπρέπεια κι ένα ολόδικό της φως. Απλά, επέλεξε να ζει στη σκιά. Ο Κοέν ξεκάθαρα την αγαπούσε (συνέχισε να της στέλνει χρήματα και να φροντίζει την ίδια και τον μικρό Αξελ και μετά το χωρισμό τους). Απλά αγαπούσε λίγο περισσότερο τον εαυτό του. «Οσα αγαπάς νέος, τα αγαπάς για πάντα. Κατοικούν στη ραχοκοκκαλιά σου και αναδύονται ως δάκρυα. Και στην Υδρα αγάπησα πολύ όσα έπρεπε να ποδοπατήσω για να ανακαλύψω ποιος είμαι...» ακούγεται η φωνή του σε μια σπάνια στιγμή παραδοχής.
Η ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία του Μπρούμφιλντ όμως είναι ότι δεν αγιοποιεί, επίσης, κανέναν. Ως φαν, επιβεβαιώνεις όλα όσα ήξερες, νιώθεις στην καρδιά σου όλα όσα υποπτευόσουν. Το ξέφρενο πάρτι των 60ς, τέλειωσε με ένα επώδυνο χανγκόβερ (ανατριχιαστική λεπτομέρεια ότι ο μικρός Αξελ κι όλα τα παιδιά εκείνων των καλλιτεχνών στην Υδρα πέρασαν τις ζωές τους σε ψυχιατρεία, κέντρα αποτοξίνωσης ή αυτοκτόνησαν) Για να τραγουδήσει κανείς τον πόνο, δεν τον έχει απλά νιώσει, τον έχει προκαλέσει. There is a crack in everything - that's how the light gets in.
Αν ο τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι παραπλανητικός ή όχι (τα τελευταία λόγια που έστειλε ο Κοέν στο νεκροκρέβατο της Μαριάν ήταν «λόγια αγάπης» ή μίας συγκαταβατικής συγγνώμης;) είναι στο βλέμμα, την ενσυναίσθηση και τις προσωπικές αποσκευές κάθε θεατή. Ο Μπρούμφιλντ με μία φαινομενικά συμβατική κινηματογραφική φόρμα έχει καταφέρει να υφάνει στο μοντάζ και στην αφήγησή του μία δεύτερη επιδερμίδα ανάγνωσης. Ενα στοιχειωμένο σκοτεινό φιλμ για την σκληρότητα ή και την αναγκαιότητα των αποχαιρετισμών. Και ίσως αυτός θα ήταν πιο τίμιος τίτλος. «Αντίο, Μαριάν».