Εμπνευσμένη από τους αληθινούς φόνους μικρών παιδιών που συγκλόνισαν το 1929 το Ντίσελντορφ της Γερμανίας, η ιστορία της ταινίας μας προσγειώνει στο μάταιο ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας και στην ιδέα της να επιστρατεύσει τον τοπικό υπόκοσμο για να ξετρυπώσουν τον απεχθή δολοφόνο. Πορτοφολάδες, μικροαπατεώνες, τυχοδιώκτες παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους, καθώς ένα τέτοιο τέρας δεν έχει θέση να κρύβεται ούτε πίσω από τις δικές τους παράνομες σκιές.

Αυτό ακριβώς είναι το «Μ», πέρα από αγαπημένη ταινία του δημιουργού της Φριτς Λανγκ: ένα περίτεχνα στημένο φιλμ νουάρ, ένα παιχνίδι με το φως και τις σκιές. Ετσι ώστε ο τρόμος να απεικονίζεται ακόμα και σχηματικά - με γεωμετρικές παραμορφώσεις των προσώπων, των σπιτιών, των κτιρίων, των δρόμων. Επιπλέον, η απόφαση να γυριστεί η ταινία εξολοκλήρου σε στούντιο συνετέλεσε στη δημιουργία ενός αποπνικτικού κλίματος, με το πνιγερό αστικό τοπίο της εποχής να σε εγκλωβίζει στο σασπένς.

Ο Λανγκ, ένας από τους πρωτοπόρους του γερμανικού εξπρεσιονισμού, γνώριζε πολύ καλά πώς να δημιουργήσει μία σοκαριστική και μακάβρια ατμόσφαιρα, χωρίς να δείξει τη βία. Χρησιμοποίησε την εικόνα συμβολικά και τους ρυθμούς κινηματογράφησης και το μοντάζ ψυχολογικά. Ενα κοριτσάκι που παίζει με την μπάλα του, ο δολοφόνος που του χαρίζει ένα μπαλόνι, οι κραυγές της μητέρας του που μάταια το αναζητά με αγωνία, η μπάλα που κατρακυλά παρατημένη, το μπαλόνι παγιδευμένο στα ηλεκτροφόρα σύρματα του δρόμου. Το αίμα παγώνει με όσα διαδραματίζονται στο μυαλό μας, κι όχι στην οθόνη.

Αν και το «Μ» αποτέλεσε την πρώτη ομιλούσα ταινία του μεγάλου Γερμανού σκηνοθέτη, ο Λανγκ δεν έπεσε στην παγίδα να την μπουκώσει με περιττό διάλογο. Εμπιστεύτηκε το αλάνθαστο ένστικτό του να χρησιμοποιήσει τον ήχο επιλεκτικά και, σε στιγμές, να αφήσει τις σιωπές να μιλήσουν δυνατότερα. Γιατί στα θρίλερ σε ανατριχιάζουν περισσότερο οι απομονωμένοι ήχοι: τα βήματα πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο, ένας χτύπος, μια κραυγή ή ένα απλό σφύριγμα.

Βασικός άξονας της ταινίας η εμβληματική ερμηνεία (και η πρώτη πρωταγωνιστική εμφάνιση) του Πίτερ Λόρε στο ρόλο του Δράκου. Το γλοιώδες ύφος που φόρεσε στο παχουλό του πρόσωπο, το άλλοτε τρομαγμένο και άλλοτε αρπαχτικό βλέμμα του αγριμιού, το σκυφτό του περπάτημα, οι ημίτρελλες γκριμάτσες στον καθρέφτη, το σφύριγμα. Αυτό το σφύριγμα που συνεχίζεται στο αυτί σου, ακόμα κι όταν έχεις εγκαταλείψει την κινηματογραφική αίθουσα κι έχεις βγει στο λυτρωτικό φως.

Το «Μ» αναφέρεται στο αρχικό της λέξης «murderer», ταυτόχρονα όμως αποτελεί και το πρώτο γράμμα της λέξης «mass», μάζα. Ποιος είναι πιο ένοχος, ποιος αμιγώς αθώος; Ο Λανγκ μπορεί να έπλασε ένα κλασικό, αξεπέραστο αστυνομικό φιλμ νουάρ, αλλά σε μία δεύτερη ανάγνωση μας χάρισε και μία εξαιρετικά στοχαστική ματιά παρατήρησης πάνω στη συμπεριφορά του πλήθους, την αντίδραση της κοινωνίας όταν νιώθει ότι απειλείται, τη μαζική βία, την αυτοδικία. Η σκηνή που το πλήθος των περαστικών ορμάει να λιντσάρει έναν αθώο γέροντα γιατί φέρθηκε με καλοσύνη σ' ένα μικρό παιδάκι, οφείλει να μας στοιχειώσει ακόμα και σήμερα. Ακόμα κι αν, το 1931, αναφερόταν στη γοργά εξελισσόμενη ναζιστική Γερμανία.