Επαρχιώτες με σχέδια, μικροαστοί με όνειρα. Που θέλουν να πιάσουν την καλή, να κάνουν το κόλπο γκρόσο, να παραστήσουν τους καμπόσους, να το παίξουν ήρωες, να «γίνουν άντρες». Από τον «Κλέψα του Κλέψαντος» του Μονιτσέλι, το 1958, και για τα επόμενα 20 χρόνια, τέτοιοι ήταν οι «τύποι» που κατά κανόνα απασχολούσαν την ιταλική κωμωδία. Οι ίδιοι που έδωσαν στο είδος τον γενικό τίτλο «commedia all’italiana».
Οπου εν μέσω γαργαλιστικών απροόπτων και τρελών παρεξηγήσεων, αφέλειας και κουτοπονηριάς, χαράς και τραγουδιού, το χαμόγελο σβήνει τακτικά σα ρυθμισμένο γιορτινό λαμπάκι. Και η θλίψη φωτίζεται στην άλλη όψη του νομίσματος. Για όλους όσους λαχταρούν να πιάσουν τον Πάπα από τους όρχεις, η συντριβή είναι προδιαγραμμένη. Η εξουσία πάντα θα νικά σε τούτες τις ταινίες, ανεξάρτητα από την ένταση της φάρσας. Και η μοίρα του καταφρονημένου θα συνεχίζει τον κατήφορο μέχρι τον οριστικό πάταγο.
Η ιλαροτραγωδία «Ιστορία Ερωτα και Αναρχίας» της Λίνα Βερτμίλερ είναι, όπως άλλωστε και οι περισσότερες ταινίες που γύρισε η σκηνοθέτης στα χρόνια του ’70 («Μίμης ο Σιδεράς», «Ο Πασκουαλίνο και οι Επτά Καλλονές»), χαρακτηριστικό δείγμα της εν λόγω ιταλιάνικης κωμωδίας και πράγματι μια από τις πλέον αγαπημένες των θαμώνων των δικών μας θερινών μέχρι τα μέσα του ’90, όπως εύστοχα σημειώνει ο Ελληνας διανομέας. Αν όμως περιτρεπόταν τότε στο γοργά εναλλασσόμενο πρόγραμμα των «σινεμά τέχνης» με χιλιοπαιγμένες κόπιες των 35mm, στις σημερινές αίθουσες φθάνει ψηφιακά αποκατεστημένη.
Αντιήρωας εδώ είναι ο Τονίνο, αγροτόπαιδο στη μουσολινική Ιταλία του ’30 που, αφού μαθαίνει πως ο φίλος και μέντοράς του εκτελέστηκε από τους καραμπινιέρους μετά την αποτυχημένη του απόπειρα να ξεκάνει τον Ντούτσε, αποφασίζει να ολοκληρώσει αυτός την αποστολή, κι ας είναι εντελώς άβγαλτος και απροετοίμαστος. Φθάνει λοιπόν στον οίκο ανοχής στη Ρώμη όπου έχει σύνδεσμο μια πόρνη επίσης αναρχική, την Σαλομέ, με στοχευμένη πελατεία φασιστών, κι εγκαθίσταται εκεί παριστάνοντας τον ξάδελφό της. Ομως η εξοικείωση με το νέο περιβάλλον θα αποδειχθεί επίπονη, πόσω μάλλον όταν ερωτεύεται σφόδρα μια άλλη νεαρή ιερόδουλη.
Τούτος ο αγώνας προσαρμογής του ψαριού στη στεριά, που διατρέχει ολόκληρο το φιλμ, σφύζει από ευρήματα, πρωτίστως αισθητικά. Τα γκρο πλάνα του ασχημούλη, αμήχανου, αγαθού Τονίνο ανάμεσα στα γυμνά γυναικεία στήθη, το απορημένο βλέμμα του στο ολικά γυναικείο, φασαριόζικο τραπέζι του δείπνου, η νυχτερινή βόλτα του επίδοξου αναρχικού με τον… αρχιφασίστα θαμώνα του μπορντέλου, η φιγούρα του ανάμεσα στα μουσολινικά κτίρια που ορθώνονται σαν σύμβολα φαλλικής δύναμης. Σκηνές που προδίδουν μια καλλιτέχνη που ξέρει πώς να μετουσιώνει τις θέσεις της (και δη τις φεμινιστικές, σε μια χώρα παραδοσιακά ανδροκρατούμενη) σε εικόνες μόνιμα παλλόμενες από κοντράστα, με τη δημιουργική συνδρομή φυσικά και των Τζουζέπε Ροτούνο στη φωτογραφία και Τζιάνι Τζοβανιόνι στην καλλιτεχνική διεύθυνση.
Ωστόσο, εκεί όπου η διαλεκτική δείχνει να απειλείται είναι στη χαρακτηρολογία και την εκφορά. Οχι απλώς δε λείπει η γραφικότητα (με πιο χονδροειδές παράδειγμα το πρόσωπο του φασίστα πελάτη), αλλά και εντείνεται από τη διεύθυνση των ηθοποιών, που παίζουν όλοι σε presto, μη εξαιρουμένου και του Τζιανκάρλο Τζανίνι από ένα σημείο κι έπειτα. Κινούνται, χειρονομούν και φωνάζουν σε ταχύτητες και εντάσεις τρεις σκάλες πάνω από όσο θα χρειαζόταν το φιλμ για να περατώσει την αποδεικτική του διαδικασία -ότι έρωτας, δηλαδή συναίσθημα, και αναρχία, δηλαδή πολιτική, δε συμβιβάζονται όσες τούμπες και να κάνεις, παρά το συνδετικό του τίτλου, που φυσικά μπαίνει ειρωνικά, αντί του διαχωριστικού.
Ναι, η φελινική πληθωρικότητα (κατάδηλα κληρονομημένη, αφού η Βερτμίλερ διετέλεσε βοηθός του «μάγου» στις αρχές της καριέρας της) παροξύνεται εδώ μέχρι ντελίριου. Ομως είναι ένα ντελίριο τυπικά ιταλικό. Ενας χείμαρρος που πηγάζει από τα σωθικά και κοντοστέκεται παρατεταμένα στις παρορμήσεις -στις κάθε είδους απολαύσεις- πριν φθάσει στη συνθλιπτική λογική (αξέχαστο το φινάλε). Ενα τραγούδι χαρμολύπης που εγγράφεται στον νου, σαν το σπουδαίο «Canzone Arrabbiata» (Οργισμένη Ωδή) του Νίνο Ρότα που τρυπώνει συχνότατα εντός κι εκτός κάδρου σε τούτη την «Ιστορία»:
Αδω γι αυτούς χωρίς τυχερό
Αδω για με
Αδω στο φεγγάρι από θυμό
κόντρα σε σε
Κόντρα στον πλούσιο που δεν τ’ εκτιμά
που την αλήθεια δεν κοιτά’
Βαδίζω και άδω γιατ’ η οργή θε να με φα’