«Οι Τρεις Σωματοφύλακες: Ντ' Αρτανιάν», το πρώτο μέρος του γαλλικού franchise που διασκεύασε εκ νέου το κλασικό βιβλίο του Αλέξανδρου Δουμά, ήταν μία αναμφίβολη επιτυχία - τόσο καλλιτεχνικά, όσο και εμπορικά. Πανέξυπνα, άφηνε τον θεατή σ' ένα... κυριολεκτικό cliffhanger: με την δολοπλόκα Μιλαίδη ντε Γουίντερ να πέφτει από έναν γκρεμό, ενώ όσοι κρύβονται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του Λουδοβίκου του 13ου έχουν απάγει την Κονστάνς, την αγαπημένη του Ντ’ Αρτανιάν. Σ' ένα διχασμένο βασίλειο γεμάτο προδότες και με τον πόλεμο να παραμονεύει προ των πυλών, οι Τρεις Σωματοφύλακες (στην ουσία, τέσσερις) έχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα. Και μία σατανική Μιλαίδη που κάθε άλλο παρά νεκρή είναι...
Ο Μαρτέν Μπουρμπουλόν γύρισε ταυτόχρονα τις δύο ταινίες κι αν κάτι έχει αποδείξει ήδη από το πρώτο μέρος είναι ο σεβασμός με τον οποίο στέκεται απέναντι στο θρυλικό μυθιστόρημα που αποτελεί εθνικό θησαυρό για τη Γαλλία: κατασκεύασε έναν πυκνό, ατμοσφαιρικό κόσμο, με άψογες αξίες παραγωγής, επικές σκηνές δράσης και ένα all-star καστ σύγχρονων Γάλλων πρωταγωνιστών.
Αντίθετα με την πρώτη ταινία όμως, ο Μπουρμπουλόν εδώ χάνει τις ισορροπίες και δεν κρατά με αυτοπεποίθηση τα χαλινάρια της αφήγησης. Με την πλοκή να έχει δεκάδες παρακλάδια (καθώς οι συνωμοσίες στους διαδρόμους του παλατιού, αλλά κι ανάμεσα σε συμμάχους και εχθρούς απέναντι στον επικείμενο πόλεμο προκαλούν συνεχείς ανατροπές) και τους τέσσερις σωματοφύλακες να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα περιπέτειες και διλήμματα στην προσωπική τους ζωή, ο θεατής χάνεται, μπερδεύεται, μπουκώνει.
Αυτή η πληθωρικότητα λαβώνει σε δύο σημεία την ταινία: από την μία σταματάς να ενδιαφέρεσαι ακόμα και για την ίδια τη δράση, όσο κι αν οι σεκάνς είναι εντυπωσιακές και εξαιρετικά γυρισμένες κι από την άλλη δεν υπάρχει κινηματογραφικός χρόνος να συνδεθείς πραγματικά με τους ήρωες (αυτή η Βίκι Κριπς, πόσο ανεκμετάλλευτη!) και τις ιστορίες τους, έτσι όπως όλοι τρέχουν κατακερματισμένα και ανερμάτιστα. Κι αυτό, ειρωνικά, μοιάζει να αψηφά τον όρκο των σωματοφυλάκων: ένας για όλους κι όλοι για έναν.
Από την άλλη, η Εύα Γκριν ως Μιλαίδη σκιαγραφεί μία ακόμα γοητευτική, σέξι, δηλητηριώδη femme fatale στη φιλμογραφία της και δεν χορταίνεις να την κοιτάς. Με ένα πιο ξεκάθαρο σενάριο που θα πέταγε τα περιττά και θα μας οδηγούσε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη δαιδαλώδη ιστορία, τα υγρά μάτια της Γκριν θα έλαμπαν περισσότερο. Τώρα όλα χάνονται στους καταιγιστικούς ρυθμούς ενός χάους που ο Μπουρμπουλόν δεν κατάφερε να δαμάσει.