Στο μεταίχμιο της αλλαγής τοποθετεί ο Μικαέλ Ερς τους «Νυχτερινούς Επισκέπτες» του: από τη δεκαετία του '70 σ' αυτή του '80, από τη συντροφικότητα στην απώλεια (και πίσω), από την εξάρτηση στην αυτάρκεια, όμως κι από την αγάπη στη μεγαλύτερη αγάπη, σε μια ταινία που κοιτάζει το πέρασμα του χρόνου και την ανθρώπινη δύναμη με μια ζωισμένη θλίψη αλλά και μια μεταδοτική αισιοδοξία.

Η χρονιά είναι το 1981, η Γαλλία πανηγυρίζει την εκλογή του σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν (όπως και η Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ), την προοπτική μιας δημοκρατικής, ανθρωπιστικής χώρας. Η Ελιζαμπέτ, όμως, δεν έχει λόγο να χαίρεται. Ο άντρας της την έχει μόλις εγκαταλείψει, έχει δυο παιδιά στην εφηβεία και δεν έχει δουλειά. Η μοναδική σταθερά της μοιάζει να είναι η φωνή της Βάντα στο ραδιόφωνο, στη νυχτερινή εκπομπή της. Εκεί θα βρει η Ελιζαμπέτ δουλειά, εκεί θα γνωρίσει και την «επισκέπτη» Ταλούλα, ένα κορίτσι με πνεύμα ελεύθερο, χωρίς ρίζες και με άγνοια φόβου. Η Ελιζαμπέτ θα πάρει και την Ταλούλα στην οικογένειά της κι οι τέσσερίς τους, τρεις νέοι και μια σαραντάχρονη μόνη γυναίκα, θα προσπαθήσουν, όχι πάντα μ’ επιτυχία, να κάνουν το βήμα προς το μέλλον.

Για όσους έχουν δει το «Αμάντα», η νέα ταινία του Μικαέλ Ερς δεν έρχεται ως έκπληξη. Με αυξημένη συναισθηματική νοημοσύνη και μια τρυφερή υπομονή με τους ήρωές του, ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης αγκαλιάζει την απώλεια, ακόμα και το θάνατο, αλλά καταφέρνει, όπως κι η ζωή, να βγάζει από αυτά τα συναισθήματα, αυτές τις μελαγχολικές σχέσεις, ζεστασιά, ειλικρίνεια κι ένα χαμόγελο.

Με επίσημη πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ο Ερς βυθίζεται στη δεκαετία του '80. Η αισθητική του είναι απλή και τόσο ακριβής (ακόμα και η αίσθηση του κόκκου του φιλμ, η επιλογή των τραγουδιών, ο λέξεις, η απορία μπροστά στο άγνωστο, όλα τα στοιχεία που φέρνουν στο νου την «Bella» της Θέλγιας Πετράκη, ή απλώς τις προσωπικές αναμνήσεις αυτής της γενιάς), που η ανασύσταση της εποχής δίνει υπαρξιακό στίγμα στην ταινία, ενώ περνά απαρατήρητη.

Μικρές αναφορές, οι εκλογές συνυφασμένες με μια κατοπινή απογοήτευση, οι «Νύχτες με Πανσέληνο» του Ερίκ Ρομέρ που οι ήρωες βλέπουν και ξαναβλέπουν στο σινεμά, το ίδιο το σινεμά ως τέχνη αλλά και ως χώρος μαγείας και ίασης, η ηθοποιός Πασκάλ Οζιέ που σάρωσε τις γαλλικές οθόνες για λίγα χρόνια πριν φύγει, τόσο νέα και τόσο στενάχωρα, δίνουν πλαίσιο στη Σαρλότ Γκενσμπούρ (πρόσφατα προσκεκλημένη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), για μια ερμηνεία εσωτερική και φυσική, γεμάτη με μια χαριτωμένη αδεξιότητα που μεταμορφώνεται, σκηνή προς σκηνή, σε δύναμη.

Οι «Νυχτερινοί Επισκέπτες», με την κομψότητα και τη γλυκύτητά τους, είναι μια ταινία «μικρή», όσο μικρές είναι οι περισσότερες ανθρώπινες ιστορίες, όταν δεν συμβαίνει κάτι συνταρακτικό, αλλά η ζωή ζωγραφίζει τις απρόσμενες διαδρομές της. Χωρίς μελόδραμα, αντίθετα με χιούμορ, με μια πίστη στο εκτόπισμα της γυναίκας, χωρίς να «προσηλυτίζει», με μια ελαφρότητα που κρύβει μέσα της μελαγχολία και συγκίνηση, ο Ερς φτιάχνει το πορτρέτο μιας ηρωίδας και μιας χώρας αντιμέτωπων με τη μεγάλη αλλαγή, όχι των κυβερνήσεων, αλλά του χρόνου, γενναιώδορα κι αισιόδοξα, μ' έναν τρόπο διακριτικό και πολύτιμο.