Πέντε χρόνια μετά το «Ava», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, κι έχοντας συνυπογράψει σενάρια όπως το «Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα», καθώς και τη νέα ταινία της Κλερ Ντενί «The Stars at Noon», η Λεά Μισιούς επιστρέφει με την ταινία «Οι Πέντε Διάβολοι», για να καταθέσει ένα κράμα φαντασίας και οικογενειακού δράματος που στροβιλίζεται γύρω από τα καταπιεσμένα συναισθήματα και τις επιθυμίες, τα οποία αναπόφευκτα επιστρέφουν στην επιφάνεια.

Η οκτάχρονη Βικί, ένα ιδιαίτερο και μοναχικό παιδί, μεγαλώνει με τη μεικτή οικογένειά της στη γαλλική επαρχία. Η μητέρα της, Ζοάν, για την οποία θρέφει μια έμμονη αγάπη, αποτελεί τη μοναδική της φίλη. Το μαγικό της χάρισμα, η ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησης, της επιτρέπει να ταξινομεί και να αναπαράγει οποιαδήποτε μυρωδιά επιθυμεί. Ετσι, έχει δημιουργήσει μια συλλογή με βάζα που περιέχουν διάφορες μυρωδιές, με πολυτιμότερα κομμάτια της συλλογής αυτής να αποτελούν τα βάζα που φέρουν την ετικέτα «Μητέρα».

Οι ισορροπίες, ωστόσο, ταράσσονται με την άφιξη στο σπίτι τους της Ζουλιά, αδερφής του πατέρα της. Οταν η Βικί αναπαράγει τη μυρωδιά της θείας της, μεταφέρεται με μαγικό τρόπο σε αναμνήσεις οι οποίες ξετυλίγουν μυστικά του παρελθόντος, καθοριστικά τόσο για την οικογένεια της, το χωριό της, όσο και της ίδιας της ύπαρξής της.

«Είκοσι λεπτά με το χρονόμετρο» εξηγεί η Ζοάν στη Ζουλιά πριν βουτήξει στα παγωμένα νερά της λίμνης, «αλλιώς γίνεται επικίνδυνο, διότι οι μύες του σώματος ατονούν». Στο άκουσμα της σφυρίχτρας, η Ζοάν καταφέρνει κάθε φορά να εξέρχεται στο εικοσάλεπτο, το σενάριο, όμως, κάπως αποπροσανατολίζεται στο νερό και δεν φτάνει στην ακτή εγκαίρως - ή ίσως και ποτέ. Οι χαρακτήρες που πλάθει η Μισιούς στέκονται σεναριακά αμήχανοι, ενώ ο μαγικός κόσμος χάνει την αίγλη του πριν προλάβει να χτιστεί.

Οι υπέροχες πρωτοεμφανιζόμενες Σαλί Ντραμέ ως Βικί και Σουαλά Εματί στο ρόλο της Ζουλιά, παρόλο που αποτελούν πρόσωπα - κλειδιά για την πλοκή της ταινίας, θέτουν μέσα από την μεταφυσική τριβή τους κρίσιμα υπαρξιακά και μη ερωτήματα τα οποία παραμένουν αναπάντητα. Από την άλλη πλευρά, πλάι στην νεαρή Ντραμέ, τα φώτα κλέβει - δικαιωματικά - η Αντέλ Εξαρχόπουλος ως Ζοάν, όχι τόσο για την (πρόωρη;) ερμηνεία της στον ρόλο ως μητέρα, αλλά περισσότερο ως μία γυναίκα που αγάπησε βαθιά αλλά οι καταστάσεις ήταν τέτοιες που δεν επέτρεψαν στον έρωτά της να ανθίσει.

Μπορεί το σενάριο να μην αποτελεί δυνατό χαρτί της ταινίας και η Μισιούς να μην παραδίδει ένα ισχυρό φινάλε ή η λύτρωση να μην φαντάζει ως λύτρωση ή, ακόμα, και τα μηνύματά της να είναι συγκεχυμένα, συγκολλητική της, όμως, ουσία, αυτό που εν τέλει δένει την ταινία αριστοτεχνικά, αποτελεί η διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντάζ, χαρίζοντάς της έναν ανανεωτικό ρυθμό ενός έτσι κι αλλιώς παράξενα γοητευτικού κινηματογραφικού υβριδίου.

Δήμητρα Γαϊτανίδου