Πολύ νωρίς στη φρενήρη παράθεση αποσπασμάτων από ταινίες, δελτία ειδήσεων, καινούρια γυρίσματα (;), διπλοτυπίες, κείμενα και ακούραστα παιχνίδια με τα εργαλεία της μονταζιέρας και της ηχητικής κονσόλας από τα οποία αποτελείται το νέο κινηματογραφικό δοκίμιο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο χρόνος σταματάει στο πρόσωπο του Στέρλινγκ Χέιντεν στην αξεπέραστη σκηνή του με την Τζόαν Κρόφορντ από το αριστουργηματικό «Johnny Guitar» του Νίκολας Ρέι.
Τζόνι: Πες μου κάτι όμορφο
Βιένα: Σίγουρα, τι θέλεις να ακούσεις;
Τζόνι: Πες μου ψέματα. Πές μου πως όλα αυτά τα χρόνια με περίμενες. Πες το μου.
Βιένα: (χωρίς να νιώθει τίποτα) Ολα αυτά τα χρόνια σε περίμενα
Τζόνι: Πες μου ότι θα είχες πεθάνει αν δεν είχα γυρίσει.
Βιένα: (χωρίς να νιώθει τίποτα) Θα είχα πεθάνει αν δεν είχες γυρίσει
Τζόνι: Πες μου ότι με αγαπάς ακόμη όπως σε αγαπώ
Εντάξει, είναι και συγκινητικό, είναι και με κάποιο τρόπο ανεκτίμητο (όχι μόνο για όσους ζουν με οποιονδήποτε τρόπο από το σινεμά), είναι και απαραίτητο, αν υποθέσουμε - χωρίς καμία τραγικότητα - πως το «Βιβλίο της Εικόνας» μπορεί τελικά να είναι ένα κύκνειο άσμα, το γεγονός πως ο 88χρονος Ζαν-Λικ Γκοντάρ επιστρέφει πάντα στο μεγάλο ψέμα του σινεμά για να μιλήσει για την αλήθεια της ζωής.
Αλλωστε το ομολογεί και ο ίδιος, κάπου στο κέντρο μιας πυκνής - γεμάτη φυσικά από αφορισμούς και σλόγκαν αλλά και αναφορές στο ογκώδες «Histoire(s) du cinéma» - αφήγηση, πως η δική μας Βίβλος θα είναι πάντα αυτή της εικόνας, όχι μόνο με την έννοια αυτού που βλέπουμε αλλά κυρίως αυτού που θέλουμε να πούμε.
Παίζοντας αρκετή ώρα με την έννοια του remake (και ως λέξη και ως έννοια και ως αναφορά στο... Χόλιγουντ), ο Γκοντάρ μοιάζει αυτή τη φορά να συναρμολογεί από την αρχή την ιστορία του κόσμου η οποία, ναι, είναι φτιαγμένη από τις ταινίες του Ρόμπερτ Ολντριτς, του Κένζι Μιζογκούτσι, του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του Φεντερίκο Φελίνι, του Ζαν Κοκτό, του Αλφρεντ Χίτσκοκ και όλου του σινεμά που αγάπησε, όταν όμως αυτό πια πρέπει να σταματήσει να είναι απλώς ένας βωμός λατρείας και πρέπει να μιλήσει για την πραγματικότητα.
Οπου «πραγματικότητα», ο Γκοντάρ στρέφει με οργή το βλέμμα του στις σύγχρονες ωμότητες και ανοίγει τα αυτιά στην «ανύπαρκτη» φωνή των Αραβικών Χωρών. Κοιτάζει - όπως έκανε και στα ταξίδια του τελευταίου μέρους του «Film Socialisme» αλλά και στο «Notre Musique» που προηγήθηκε - στα μάτια τους απεχθείς λαούς της Ευρώπης που καθοδηγούνται από τους ηγέτες τους, τρομάζει με εικόνες από τρομοκρατικές επιθέσεις εντός και εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, διακινδυνεύει με τον γνωστό του προβοκατόρικο και αιρετικό τρόπο να υπερασπιστεί τη βία (σε ενδεχόμενο δίλημμα δηλώνει πως «είμαι με τις βόμβες») και υφαίνει με στιγμές διαπεραστικής ποίησης ένα παραμύθι για μια χώρα στη Μέση Ανατολή που το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει σε ειρήνη.
Αν είναι κάτι που κάνει το «Βιβλίο της Εικόνας» να διαφέρει από όλα τα δοκίμια του Ζαν - Λικ Γκοντάρ των τελευταίων τριών δεκαετιών (με νοητή αφετηρία το «JLG/JLG» του 1994, όταν μάλλον κανείς δεν ενδιαφερόταν πια, δικαίως, με το έργο του) είναι ότι εδώ ο Γκοντάρ το νιώθεις ότι θέλει να ακουστεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν δυναμώνει μόνο - σε περίτεχνα σημεία - τον ήχο της φωνής του τόσο ώστε να ενοχλεί, αλλά κυρίως δυναμώνει τη στράτευση μιας ταινίας που λειτουργεί πρωτίστως σαν ένα μανιφέστο που, εντάξει δεν θα μπορούσε να γυρίσει κανένας άλλος στον κόσμο, αλλά ακόμη κι αν το είχε κάνει δεν θα μπορούσε ποτέ να τη βγάλει «καθαρή» στο σημερινό κλίμα της από τη μια αναγκαίας, από την άλλη περιττής στην υπερβολή της πολιτικής ορθότητας.
Το κατηγορώ του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στρέφεται κατά πάντων. Το σινεμά απέτυχε να δικαιώσει την πραγματικότητα - το έκανε τότε με τη Χιροσίμα και το Βιετνάμ, το κάνει πάλι σήμερα με τη Συρία και την Παλαιστίνη. Η Μέση Ανατολή θα βρίσκεται για πάντα στο έλεος της κερδοσκοπίας από το πετρέλαιο. Ο ανθρώπινος πόνος είναι μόνο τίτλοι στα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ. Κανείς δεν θέλησε ποτέ να διδαχθεί από τις κατεξοχήν ανθρωποκεντρικές ανατολικές φιλοσοφίες. Ο χριστιανισμός και το Ισλάμ είναι οι διαφορετικές πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η γλώσσα έχει πεθάνει προ πολλού από τη χρήση των λέξεων και οι άνθρωποι, που κάποτε ήθελαν όλοι να γίνουν Φάουστ, θέλουν σήμερα να γίνουν όλοι βασιλιάδες.
Ανεβάζοντας στροφές, πριν εξαντλήσει οριστικά από ακόμη και τους πιο υποψιασμένους θεατές μέχρι και τον εαυτό του (η υπέροχη σκηνή του χορού από το «Le Plaisir» του Μαξ Οφίλς ας είναι η τελευταία που είδαμε ποτέ στη φιλμογραφία του), ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ το νιώθεις ότι βρίσκεται στο δωμάτιο του μοντάζ, καπνίζει το πούρο του και με τον αιώνια παιχνιδιάρικο, αλαζονικό και βαθιά αριστερό του τρόπο του, ενώνει εικόνες, ήχους, αναμνήσεις και κοσμικές ενοχές για να παραδώσει λες στην ανθρωπότητα κάτι που θα μπορούσες να το φυλάξεις μέσα σε ένα κουτί και να ανοίξεις ξανά σε μισό αιώνα για να δεις αν ο κόσμος άλλαξε έστω και λίγο.
Ναι είναι αλήθεια, πως ο κόσμος άλλαξε περισσότερο απ' όσο πιστεύει ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ και τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά όσο μοιάζουν συμπυκνωμένα μέσα σε έναν - ακόμη και αυτό που πηγάζει από τη σοφία χρόνων - αφορισμό. Ο Γκοντάρ το γνωρίζει καλά αυτό, όπως γνωρίζει και πως το «Βιβλίο της Εικόνας» δεν είναι ακριβώς μια ταινία που ο κόσμος μπορεί να εκλάβει ως τέτοια, έχοντας παρατήσει προ πολλού (για πολλούς, πάλι δίκαια, από το Weekend) τις συμβάσεις της αφήγησης και ενδώσει σε έναν όχι πάντα τελέσφορο πειραματισμό.
Και είναι εκεί που η συγκίνηση (πείτε το και ρομαντισμό, πείτε το και αθεράπευτη νοσταλγία, δεν πειράζει) γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν αυτή η ταινία έρχεται ακριβώς 50 χρόνια μετά το Μάη του '68, αφού στην «ταυτότητά» της θα γράφει πάντα «πρώτη προβολή: Μάιος 2018», σε ένα Φεστιβάλ Καννών στοιχειωμένο από την «εικόνα» του Γκοντάρ να στέκεται όρθιος στην περίφημη συνέλευση που διέκοψε τότε το Φεστιβάλ και φυσικά απών στην πρώτη προβολή του «Βιβλίου της Εικόνας» αλλά και στην επικείμενη βράβευσή του με τον πρώτο και τελευταίο μέχρι σήμερα «Ειδικό Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ.
Ο Γκοντάρ είναι σαφής. Ο πόλεμος είναι ΕΔΩ. Ή θα πρεπει να ξεκινήσουμε την επανάσταση ή τουλάχιστον ας κρατήσουμε για πάντα ζωντανό το σινεμά. Και όταν αυτό θα επιλέγει να κρύβεται από την αλήθεια γύρω μας, ας το επαναφέρουμε (ακόμη και με τη βία) στην τάξη.
Πώς άραγε μας φαίνεται αυτό ως κάλεσμα στα όπλα και παρακαταθήκη για το μέλλον μαζί, από τον τελευταίο εν ζωή μεγάλο ενός σινεμά που το μόνο που ήθελε ήταν να αλλάξει τον κόσμο λέγοντας την αλήθεια «24 καρέ το δευτερόλεπτο»;