Ο Πολ Σατό-Τετάρ, είναι ένας 45άρης γιος της καταδυναστευτικής μαμάς του (πιο γνωστή ως «Βασίλισσα Μαμά»), γνήσιο τέκνο του 16ου διαμερίσματος του Παρισιού, όπου ζει μέσα στη φούσκα του προεξασφαλισμένου του πλούτου. Οταν θα χρειαστεί να πάρει για πρώτη φορά το μετρό, θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα μια από τις υπαλλήλους στο γκισέ των εισιτηρίων, γεγονός που φυσικά δεν θα εγκρίνει η μητέρα του. Ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο γυναίκες θα είναι επιπέδου… παγκόσμιου, με την πεθερά να είναι πεπεισμένη πως η νύφη της βρίσκεται μαζί με το γιο της μόνο από συμφέρον. Ενας ντετέκτιβ αναλαμβάνει δράση για να ξεσκεπάσει τις πονηροδουλειές της νεαρής κοπέλας, ωστόσο τα φαινόμενα - όπως ως συνήθως - είναι αυτά που απατούν.

Τουλάχιστον για την πρώτη ώρα μέσα στο σύμπαν του «Χάρηκα που σας Γνώρισα» δεν είσαι ακριβώς σίγουρος αν αυτό που βλέπεις είναι μια κωμωδία, η σάτιρα μιας κωμωδίας, ένα μπουλβάρ σε ποπ συσκευασία ή μια τρέλα ενός τύπου που αφέθηκε ελεύθερος να δημιουργήσει ένα ξεκαρδιστικό, σωματικό, λεκτικό και χρωματικό παραλήρημα με δόσεις ρετρό και αναγωγή στις «τεχνικές» του βωβού κινηματογράφου.

Σκηνοθετημένο πάνω στο ρυθμό που ορίζεται από τις… νευρώσεις των ηρώων του, το φιλμ του Αντονάν Περετζατκό (με προϋπηρεσία σε off beat, ανέκδοτες στην Ελλάδα, γαλλικές κωμωδίες όπως το «La Fille du 14 Juillet» και «La Loi de la Jungle») πατάει με σεβασμό πάνω στη μεγάλη παράδοση της κωμωδίας των παρεξηγήσεων και προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τις καταστάσεις όπως περίπου θα μορούσαν να συνέβαιναν σήμερα. Ή και όχι, αφού η υπερβολή τις απομακρύνει από το σύμπαν του ρεαλισμού και τις τοποθετεί αυτόματα σε ένα κόσμο φτιαγμένο από περίτεχνους διαλόγους, σουρεαλιστικά πολύχρωμα σκηνικά και γκαγκς που θυμίζουν θεατρική μεταφορά στο σινεμά.

Πολιτικό στη βάση του, αλλά με διακύμανση που ξεκινάει από το καυστικό και φτάνει στο… ανέκδοτο, το «Χάρηκα που σας Γνώρισα» βασίζεται σε ένα μικρό διήγημα που είχε δημοσιευτεί σε ένα περιοδικό με τίτλο «Bonne Soirée» τη δεκαετία του ’80 - σαν μια διασκεδαστική παραβολή πάνω στη σύγκρουση των τάξεων - και παραδόξως καταφέρνει να είναι επίκαιρο λόγω τελικά αυτής της περίτεχνης «κατασκευής» (βλ. παραγωγής) του. Εχοντας θέσει ψηλά τον πήχη όμως στο πρώτο μέρος, ολοκληρώνεται στο δεύτερο ως μια απλή, γνώριμη φάρσα που παίζει με τα στερεότυπα και τους κώδικες του εύκολου γέλιου χρησιμοποιώντας… στερεότυπα και κώδικες εύκολου γέλιου.

Η αμέριστη συμβολή του πρωταγωνιστικού τρίου του φιλμ παραμένει καθοριστική: η χαρακτηριστική συστολή του Φιλίπ Κατρίν, ο ρομαντικός δυναμισμός της Αναΐς Ντεμουστιέ και η σαρωτική (σε στιγμές παραπάνω απ’ όσο θα ήταν πραγματικά αρκετό) Ζοσιάν Μπαλασκό γίνονται ένας απολαυστικός κύκλος από παραδοξότητες που παίζουν με το όριο της καρικατούρας. Οταν τοποθετούνται εμπνευσμένα στο κέντρο της ιστορίας, χαίρεσαι να τους βλέπεις. Οταν απλά επαναλαμβάνονται, γίνονται πιο χάρτινοι και από τους χαρακτήρες τους.