Το «Ενας Πιστός Αντρας» ξεκινά με μια άβολη σκηνή. Η Μαριάν (της Λετίσια Κάστα) πληροφορεί τον Αμπέλ (του Λουί Γκαρέλ) ότι είναι έγκυος αλλά όχι από τον ίδιο. Εχει μάλιστα κανονίσει να παντρευτεί τον πατέρα του παιδιού της (και, λεπτομέρεια, κοινού τους φίλου) σε λίγες ημέρες. Δε χρειάζονται άγχη, απλά μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα ο Αμπέλ πρέπει να βρει νέο σπίτι, νέα πατήματα και νέα ζωή. Ομως αυτή δεν είναι η ιστορία που αφορά αυτό το μετά.

Γιατί η νέα σκηνοθετική απόπειρα του Λουί Γκαρέλ δεν επικεντρώνεται σε δραματικές εξάρσεις, ούτε αποτελεί κατά βάση την ιστορία ενός παραδοσιακού ερωτικού τριγώνου, από αυτά που ο πατέρας του, Φιλίπ Γκαρέλ, αποτύπωνε στην μεγάλη οθόνη μέσα από το ασπρόμαυρο κινηματογραφικό φακό του. Στην ουσία του, το «Ενας Πιστός Αντρας» περισσότερο μοιάζει με μια ανάλαφρη κωμωδία παρεξηγήσεων ή έστω ένα μικρό άτυπο φόρο τιμής στην θεματολογία της Nouvelle Vague παρά με το βαρύγδουπο ενδοσκοπικό φιλμ που κάποιος θα μπορούσε να περιμένει ή την περίπλοκη συναισθηματική εξερεύνηση που ενδεχομένως κάποιος να αποζητούσε διαβάζοντας την επίσημη σύνοψη.

Για αυτό και η αφήγηση προχωρά ακαριαία οχτώ χρόνια μετά, για να συναντήσει τον Αμπέλ ακριβώς την στιγμή που ο Πολ, μάλλον από ανακοπή καρδιάς, φεύγει ξαφνικά από την ζωή. Ως συνέπεια, ο Αμπέλ βλέπει να εισβάλει ξανά στην καθημερινότητά του η Μαριάν, αυτή τη φορά μαζί με τον οχτάχρονο γιο της, ο οποίος έχει τις δικές του θεωρίες σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του αλλά και την απαράμιλλη ικανότητα να προκαλεί παρεξηγήσεις και άβολες συζητήσεις, μεταφέροντας λόγια που δεν πρέπει από τον έναν στον άλλον. Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, ένα νέο πιθανό ερωτικό τρίγωνο δημιουργείται όταν η μικρή αδερφή του Πολ (ερμηνευμένη συγκρατημένα αλλά επαρκώς ρομαντικά από την Λίλι Ρόουζ-Ντεπ) αποφασίζει να διεκδικήσει επιτέλους τον Αμπέλ. Ναι, το «Ενας Πιστός Αντρας» είναι μια απόλυτα γαλλική δημιουργία, τόσο στην γλώσσα όσο και στις θεματικές της.

Βέβαια, για μια ταινία που ονομάζεται «Ενας Πιστός Αντρας», το φιλμ του Γκαρέλ περιέχει απρόσμενα πολλές απιστίες στην αφήγησή του. Το σενάριο μάλιστα που συνυπογράφεται από τον Ζαν Κλοντ Καριέρ (εμβληματική μορφή του Γαλλικού σινεμά και της λογοτεχνίας, όχι μόνο για το σενάριο της «Διακριτικής Γοητείας της Μπουρζουαζίας» του Μπουνιουέλ) χρησιμοποιεί το voiceover προσπαθώντας να ρίξει φως στις διεργασίες μέσα στο μυαλό και των τριών κορυφών του ερωτικού τριγώνου και, τελικά, στην αιτία της κάθε επιμέρους απιστίας.

Είναι μια μέθοδος που λειτουργεί περισσότερο ως επιφανειακό τρικ παρά ως ουσιαστικός συνδετικός κρίκος των επιμέρους εσωτερικών διεργασιών καθώς η συνεχής αλλαγή του αφηγητή δεν βοηθά στη δημιουργία συναισθηματικής συνέχειας. Δίνει όμως την ευκαιρία στον Γκαρέλ να επικεντρωθεί περισσότερο στις σωματικές αντιδράσεις του ήρωά του, όσο – ανατρέποντας το αρχέτυπο στο σινεμά του πατέρα του – παρακολουθεί τον χαρακτήρα του να χάνει ολότελα των έλεγχο των ερωτικών του περιπετειών όσο οι γυναίκες της υπόθεσης χειρίζονται ουσιαστικά το παιχνίδι.

Σε αυτό βοηθάει η σίγουρη αλλά αυστηρή ερμηνεία της Λετίσια Κάστα, η οποία ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στην παραδοσιακή αποτύπωση της θηλυκότητας και μια σύγχρονη, σαφώς πιο ισχυρή, παρουσία. Ο χαρακτήρας της Λίλι Ρόουζ-Ντεπ προκύπτει σαφώς λιγότερο αναπτυγμένος, αν και μπορεί κάποιος εύκολα να εντοπίσει κι εκεί το γεγονός ότι όλα όσα της συμβαίνουν είναι από απόλυτα δική της επιλογή, όσο απότομες ή αψυχολόγητες κι αν είναι οι εναλλαγές των αποφάσεών της, υποβιβάζοντας το πορτρέτο της ταινίας σχετικά με την σύγχρονη αστική γυναίκα.

Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το φιλμ παρατηρεί τον Αμπέλ να μην έχει τον παραμικρό έλεγχο όσων του συμβαίνουν, είτε αυτό αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται πίσω από την πλάτη του ανάμεσα στις δύο γυναίκες, είτε τα ψέματα (ή μήπως τελικά αλήθειες;) που μεταφέρει με ύφος επίδοξου ντετέκτιβ ο μικρός γιος της Μαριάν. Και τα δύο στοιχεία συμβάλλουν καθοριστικά στην χιουμοριστική πλευρά της ταινίας, μετατρέποντας τελικά το φιλμ σε ένα ανάλαφρο κωμικό δράμα παρεξηγήσεων δωματίου, το οποίο όμως τελικά δεν έχει να πει και κάτι εξαιρετικά πρωτότυπο.

Γιατί αν δει κανείς πίσω από το κωμικό timing του Λουί Γκαρέλ, πίσω από την χαρισματική παρουσία της Κάστα (η οποία με γοητευτικό τρόπο καταφέρνει να ανατρέψει το αρχέτυπο της μοιραίας γυναίκας) και πίσω από την χαριτωμένη προσπάθεια ολόκληρης της ταινίας να μην πάρει τελικά ποτέ τον εαυτό της στα σοβαρά, θα βρει κανείς ένα σενάριο που μάλλον φλυαρεί χωρίς να καταλήγει σε μια ουσιαστική δήλωση (παρά τα μόλις 75 λεπτά διάρκειας του φιλμ) και μια αφήγηση που επικεντρώνεται περισσότερο στις μικρές, χαριτωμένες και – σε μεγάλο βαθμό – απολαυστικές στιγμές της παρά σε μια ολοκληρωμένη ιστορία που κοιτάει τις θεματικές ενός παραδοσιακού γαλλικού σινεμά (όπως πχ του Αρνό Ντεπλεσάν, από τον οποίο ο Γκαρέλ δανείζεται και την διεύθυνση φωτογραφίας της Ιρίνα Λουμπτσάνσκι) μέσα από ένα αναζωογονητικό, σύγχρονο βλέμμα.

Αυτό που τελικά απομένει μετά την ολοκλήρωση της αφήγησης είναι απλά ένα σφηνάκι Γαλλικής εσάνς, γεμάτο από πάθος και δημιουργική ανησυχία αλλά όχι απαραίτητα και με το συναισθηματικό βάθος μιας γνήσιας, αφοπλιστικής και ενδεχομένως ρεαλιστικά επίπονης αποτύπωσης. Για αυτό, ο Γκαρέλ θα χρειαστεί να προσπαθήσει ακόμα μια φορά.