Η Λίντα Σινκλέρ είναι καθηγήτρια Αγγλικών σε ένα γυμνάσιο, στη μικρή πόλη του Κίνγκστον στην Πενσυλβάνια. Είναι παθιασμένη με το αντικείμενό της και πολύ δημοφιλής στους μαθητές της, αλλά η προσωπική της ζωή είναι κενή, είναι ολομόναχη. Οταν ο πρώην μαθητής της Τζέισον επιστρέφει στην πόλη, αφού απέτυχε ως θεατρικός συγγραφέας, η Λίντα τον πείθει να ανεβάσει το έργο του στο σχολείο. Ο αυστηρός πατέρας του Τζέισον, ωστόσο, διαφωνεί κάθετα κι επιμένει να τα παρατήσει όλα για να ακολουθήσει νομικές σπουδές.

Υπάρχουν πολύ λίγες ηθοποιοί για τις οποίες θα ανεχόσουν μια ολόκληρη ταινία απλά επειδή δεν μπορούν να μην είναι σπουδαίες σε ό,τι κάνουν, σε όποιο περιβάλλον κι αν βρεθούν, σε όποια μέτρια ή αδιάφορη συνθήκη τους ζητηθεί να συμβάλλουν με τη γενναιόδωρη παρουσία τους.

Μια από αυτές είναι σίγουρα η Τζούλιαν Μουρ, στην οποία συγχωρείς ακόμη, για παράδειγμα, και το «Εννιά Μήνες», ακριβώς και μόνο επειδή είναι πάντα τόσο ειλικρινής απέναντι στους ρόλους που υποδύεται που είναι αδύνατον να μην γοητευτείς από τον τρόπο που επιβιώνει ακόμη και σε μια (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ταινία – καταστροφή.

Οχι, το «English Teacher» δεν είναι μια κακή ταινία. Αντίθετα, είναι μια από αυτές τις ταινίες που παρακολουθείς με ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος κυρίως γιατί από πίσω της υπάρχει ένα καλά δουλεμένο σενάριο, ένα καστ επιλεγμένο με προσοχή και μια μείξη κωμωδίας και δράματος που λειτουργεί μάλλον καταπραϋντικά σε μια διαρκή τάση ξεχειλώματος προς στη φαρσοκωμωδία.

Μόνο που τίποτα στο κινηματογραφικό ντεμπούτο του Γκρεγκ Ζισκ, παραγωγού και σκηνοθέτη μερικών από τις διασημότερες τηλεοπτικές σειρές της Αμερικής («Weeds», «The Big C», «Nip/Tuck» κ.ά.) δεν είναι σπουδαίο.

Ολα, από τα δραματικά κρεσέντα μέχρι τις σοφιστικέ ατάκες και από τα κωμικά ιντερλούδια μέχρι το weirdness μιας Αμερικής σε ελεύθερη πτώση, είναι απλά συμπαθητικά, επίπεδα και ανώδυνα, στον αντίποδα τόσο των κλασικών ρομαντικών μυθιστορημάτων με τα οποία ζει η πρωταγωνίστριά του και το συνδυασμό του Κάφκα με τον Σπίλμπεργκ όπως χαρακτηρίζει κάποια στιγμή ο σχολικός σκηνοθέτης το έργο του νεαρού απόφοιτου που θα γίνει η πέτρα του σκανδάλου για το ήσυχο γυμνάσιο στο Κίνγκστον της Πενσιλβάνια.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στην μπαναλιτέ μιας σχεδόν παλιομοδίτικης (και δεν το λέμε για κακό) αμερικανικής ανεξάρτητης ταινίας και στον αφρό μιας πιθανής έξυπνης δραμεντί που δεν στέκεται ποτέ στο ύψος των περιστάσεων, η Τζούλιαν Μουρ κάνει θαύματα.

Χτίζει έναν σχεδόν αξέχαστο χαρακτήρα μιας γεροντοκόρης από επιλογή (γιατί είναι τόσο ρομαντική που δεν θα κατέβαζε ποτέ τα στάνταρ της) που σου προκαλεί ταυτόχρονα συναισθήματα ταύτισης και απώθησης, συμπάθειας και αντιπάθειας σε μια χαμηλότονα ηλεκτρισμένη γενναιόδωρη ερμηνεία από αυτές που, ναι, μπορούν να σώσουν μια ολόκληρη ταινία και από μέτρια να την κάνουν σίγουρα όχι σπουδαία αλλά ικανή να σε συγκινήσει.

Κυρίως, επειδή η ίδια πιστεύει πάρα πολύ σε αυτήν. Περισσότερο και από τον σκηνοθέτη της και από τον ίδιο τον θεατή. Ο οποίος θα ξεχάσει γρήγορα ό,τι είδε τη μίαμιση ώρα που θα έχει περάσει, αλλά θα θυμάται για πάντα πως όσα βαθμολογούμε αυστηρά από συνήθεια στη ζωή, μπορεί, αν τα δούμε με άλλα ματιά, τελικά να περνάνε άνετα τη βάση.