Η ζωή του Μεχμέτ ξύνει τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Ζει σε ένα εξαθλιωμένο ορεινό χαμόσπιτο στην Τραπεζούντα, συντροφιά με την γριά μάνα του, την εξουθενωμένη και απελπισμένη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του. Τα λιγοστά ζωντανά που εκτρέφουν για αναπαραγωγή, δεν τους παρέχουν παρά ελάχιστα. Το λογικό θα ήταν να έβρισκε κάποια δουλειά στο κοντινό ορυχείο όπως τον πιέζει η οικογένειά του για να πληρώσουν τα αμέτρητα χρέη τους, αλλά ο Μεχμέτ γυρνάει τα βουνά μόνος του αναζητώντας με μανία, εκείνη την χρυσοφόρο φλέβα που θα τους λύσει τα προβλήματα μια για πάντα.
Ας πούμε το προφανές από την αρχή. Το «Κρύο της Τραπεχούντας» είναι βασανιστικά αργό, σχεδόν προκαλώντας τον θεατή με σκηνές όπου φαινομενικά η πλοκή δεν προχωρά ή όπου ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας Μουσταφά Καρά παραδίνεται ολοκληρωτικά στην νωχελικότητα του τοπίου. Ο ρυθμός σαλιγκαριού μάλιστα επανέρχεται συνεχώς στο μυαλό κι από την κυριολεκτική εμφάνιση σαλιγκαριών κατά τη διάρκεια του φιλμ, όσο σταδιακά αποκτούν μια μυστικιστική παρουσία που όλο και περισσότερο συμβολικά καθορίζει τη ζωή των χαρακτήρων της ιστορίας. Επιπλέον, η δίωρη γεμάτη διάρκεια δε βοηθά, όμως κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Καρά ότι δεν κάνει από την αρχή εμφανείς τις απαιτητικές αφηγηματικές προθέσεις του.
Αν όμως κάποιος ξεπεράσει αυτή την παράμετρο (ή έστω έχει έρθει προετοιμασμένος για μια βραδυφλεγή αφήγηση), θα ανακαλύψει μία ταινία εξαιρετικής ατμόσφαιρας, ακριβών λαογραφικών ανησυχιών και σχεδόν μυθολογικής υφής, που προσπαθεί να εξερευνήσει την ίδια την σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης και τον τρόπο που η επιβίωση σε ακραίες μινιμαλιστικές συνθήκες διαβίωσης μπορεί να αναχθεί σε πνευματική εμπειρία. Οι ήρωες του Καρά είναι αναπόσπαστα κομμάτια της φύσης, της ιστορίας του τόπου τους και της ίδιας της παράδοσης, ακόμα κι αν δε γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της ιστορίας. Απλά αποτελούν μέρη ενός συνόλου που γνωρίζουν ότι πρέπει να υπηρετούν, πραγματοποιούν τις καθημερινές υποχρεώσεις τους εντάσσοντας τους εαυτούς τους στον εποχικό κύκλο και παίρνουν τα περισσότερα πράγματα ως δεδομένα χωρίς περαιτέρω ερωτήσεις αλλά με απόλυτο σεβασμό, είτε αυτό αφορά για παράδειγμα τους θρύλους για τα μυθικά τέρατα της περιοχής είτε την ιστορία του ελληνικού μοναστηριού που παραμένει πια ερημωμένο.
Ο Μεχμέτ του εκφραστικού αλλά ποτέ υπερβολικού Χεϊντάρ Σισμάν αρνείται να ακολουθήσει αδιαμαρτύρητα αυτόν τον κύκλο. Μέσα σε αυτό το περιοριστικό έτσι κι αλλιώς περιβάλλον προσπαθεί να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, να έχει τις δικές του φιλοδοξίες και να πάρει τις δικές του αποφάσεις μακριά από το τι επιτάσσει η θέση του και η οικογένειά του. Φυσικά και δεν είναι πάντα σωστός. Ο Καρά όμως παρακολουθεί με ευαισθησία τις προσπάθειες και τις αποτυχίες του, διατηρώντας μαζί με τον Μεχμέτ την ελπίδα για την αλλαγή. Δεν είναι πάντα προφανές, καθώς η αφήγηση μερικές φορές ξεχνιέται σε σκηνές και καταστάσεις που περισσότερο στόχο έχουν να αποτυπώσουν την καθημερινότητα με ένα λαογραφικό ενδιαφέρον παρά να ακολουθήσουν αυστηρά την ιστορία του Μεχμέτ, όμως τα σημάδια προς την αλλαγή είναι εκεί και οδηγούν σταδιακά στο σχεδόν ονειρικό και (τηρουμένων των αναλογιών) αγωνιώδες φινάλε, το οποίο κλείνει το μάτι τόσο στον παρόμοιων θεματικών προβληματισμών Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν όσο και στον ίδιο τον… Ταρκόφσκι.
Αν πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε κάτι το οποίο εγκλωβίζει με μιας την προσοχή του θεατή, αυτή είναι η φανταστική φωτογραφία του φιλμ, η οποία αποτυπώνει την περιοχή ανά τις εποχές καταφέρνοντας να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την αυστηρότητα του τοπίου, το μεγαλείο της φύσης, τον μυστικισμό της εναλλαγής των εποχών, τον σχεδόν πνευματισμό της ομίχλης που δείχνει να καταπίνει τα πάντα. Η διαύγεια με την οποία καταγράφει τα πάντα ο Καρά δείχνει μια αφηγηματική σιγουριά που, παρά τον αργό ρυθμό, γνωρίζει πολύ καλά πού θέλει να κατευθυνθεί και ποια διαδρομή θα ακολουθήσει. Απλά απαιτεί την υπομονή του θεατή και την αποδοχή αυτής της «δύσκολης» αφηγηματικής γλώσσας. Το τέλος όμως αποζημιώνει και με την αναμφισβήτητη ομορφιά του αλλά και από τον πηγαίο του συναισθηματισμό, ο οποίος προκύπτει λογικά και πηγαία. Σαν να ήταν κι αυτός κομμάτι της φύσης που τόσο ευλαβικά αποτυπώνει εξαρχής το «Κρύο της Τραπεζούντας»