Υπάρχουν ταινίες που σηκώνουν το βάρος της Ιστορίας ή της καινοτομίας τους - κι υπάρχουν ταινίες που κάνουν ακριβώς αυτό, αλλά ταυτόχρονα είναι οικείο, άμεσο, πολύπλευρο, αριστουργηματικό σινεμά. Η «Ζαν Ντιλμάν», παρά την αποθαρρυντική διάρκεια των παρά κάτι τρεισήμισι ωρών της, ανήκει πανηγυρικά στη δεύτερη κατηγορία.
Τόσο λεπτομερής όσο ο τίτλος της, «Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles», μια ταινία με ονοματεπώνυμο και στοιχεία κατοικίας, γραμμένη και σκηνοθετημένη το 1975, παρακολουθεί διεξοδικά, στη διάρκεια τριών ημερών, την καθημερινή ρουτίνα της Ζαν. Μεσήλικη χήρα, κομψή, αγέρωχη ακόμα και με την πολυφορεμένη ρόμπα της, η Ζαν ξυπνά και κοιμάται με τη φροντίδα του σπιτιού και του έφηβου γιου της, συγυρίζει, στρώνει τα κρεβάτια, καθαρίζει την κουζίνα, μαγειρεύει, σερβίρει, κλείνει το φως όταν δεν χρειάζεται να καίει. Και, κάθε τόσο, προσέχοντας να βάλει μια καθαρή πετσετούλα πάνω από το κουβρ λι, πουλά σεξ σε φευγαλέους άντρες για να συμπληρώνει το εισόδημα της διμελούς οικογένειάς της. Τα χρήματα, φυσικά, τα βάζει στην καλή σουπιέρα με το καπάκι που στολίζει το κέντρο του τραπεζιού.
Είναι μια βόλτα σε τέσσερις τοίχους η ταινία. Η κάμερα της Ακερμάν τοποθετείται σταθερά και συμμετρικά και μπροστά της ξετυλίγεται η ρουτίνα της ηρωίδας της, που κάθε φορά διευρύνεται και λίγο παραπάνω. Προσθέτει μικρά στοιχεία που μόνο σταδιακά αποκτούν σημασία. Βγαίνει για λίγο από το μεσοαστικό, ψυχαναγκαστικά τακτοποιημένο, διαμέρισμα. Φωτίζει τα φλογερά κόκκινα μαλλιά της Ζαν, μια υποψία για κάτι υπερβατικό που υποβόσκει. Δημιουργεί μια σχέση γνωριμίας, πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής το ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Συγκρατεί τις διακυμάνσεις της στο ελάχιστον, αυξάνοντας, έτσι, μια αίσθηση ανικανοποίητου, μια πορεία αγωνίας με άγνωστη αιτία. Για να ενώσει όλα αυτά τα μικροσκοπικά περάσματα, τους αποσπασματικούς, καθημερινούς διαλόγους, την (όποια, μεγάλη), ταύτιση του θεατή σ' ένα απρόσμενο (αλήθεια, όχι τόσο), αφοπλιστικό φινάλε.
Ταινία ρηξικέλευθη και για την εποχή της και για τώρα, τολμηρή στην πίστη της στο αβάν γκαρντ σινεμά, μια ενσάρκωση, τυπικά, του δεύτερου φεμινιστικού κύματος - γραμμένη και σκηνοθετημένη από γυναίκα δημιουργό, τη Βελγίδα Σαντάλ Ακερμάν των πολύτιμων ταινιών, που το 2015 αυτοκτόνησε στο Παρίσι, μια ταινία με τη γυναίκα στο επίκεντρο ν' αναδεικνύεται από ένα γυναικείο βλέμμα και με την Ντελφίν Σεϊρίγκ να μεταμορφώνει τον «ρεαλισμό» σ' ένα σαρωτικό πεδίο ερμηνευτικής δημιουργικότητας - η «Ζαν Ντιλμάν» είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτούς, τους ορισμούς της κατηγοριοποίησης. Πολύ μεγαλύτερο από την πρόσφατη ανακήρυξή της, από το περιοδικό Sight and Sound, σε καλύτερη ταινία όλων των εποχών, γεγονός που προκάλεσε αντικρουόμενες αντιδράσεις και υποτιμητικούς πολεμικούς λόγους. Πολύ ευρύτερο από την ιστορία μιας γυναίκας που γεννήθηκε και μεγαλώνει κάτω από τον δυσδιάκριτο και γι' αυτό τρομακτικό πατριαρχικό ζυγό.
Είναι μια ταινία με τη μαγική ικανότητα να τρυπώνει, σιγά-σιγά, κάτω από το δέρμα, μέσα στην ψυχή, να γίνεται σύντροφος, κτήμα των ματιών και της σκέψης, ένα πολυφορεμένο ρούχο που σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια, μια υπενθύμιση ότι όπως οι πατάτες κάποιες φορές θα παραβράζουν, όπως τα ψώνια κάποιες φορές θα είναι βαριά, με την ίδια βεβαιότητα, η θέση της γυναίκας δεν έχει αλλάξει από το '75 ως σήμερα, έχουν αλλάξει μόνο οι τρόποι διεκδίκησης των δικαιωμάτων της. Σ' ένα φιλμ που μεταφράζει τον εκλεκτικό ορισμό της αβάν γκαρντ σε καθολικής απεύθυνσης σινεμά, σε μια τρανή, ανεπανάληπτη και τόσο σπαρακτικά μπανάλ, γυναικεία ιστορία.