Στον μακρύ επίλογο του «Χαίρε Μαρία», όταν το παιδί που εγκυμονεί η «παρθένος» Μαρία σε όλη την ταινία γεννιέται χωρίς να το βλέπουμε (στη θέση του βλέπουμε τη γέννηση ενός μοσχαριού σε μια φάρμα), ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ επαναλαμβάνει σε voice over (δεν είναι καθαρό ποιος τελικά μιλάει;) την σχεδόν τεκτονικής αντήχησης ατάκα που κλείνει το αριστουργηματικό «Pickpocket» του Ρομπέρ Μπρεσόν: «Τι παράξενο δρόμο χρειάστηκε να πάρω για να φτάσω κοντά σου».
Και κάπως έτσι οι… βιβλικές αναφορές πληθαίνουν επικίνδυνα, καθώς ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ απροκάλυπτα, βεβαίως, αλλά και με μια σοβαρότητα που ξένισε ακόμη και τους πιο σκληροπυρηνικούς του έργου του, μεταφέρει τη θεία γέννηση σε ένα δοκιμιακό ψαλμό που αποτελείται από τα Κατα Ματθαίον Πάθη του Mπαx, τον επί τούτου από-ηχο του Αντονίν Ντβόρακ, μια κατακερματισμένη αφήγηση και ψήγματα από μαύρο χιούμορ που εξαντλούνται γρήγορα στον ερχομό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στη Γη με ένα αεροπλάνο.
Το «Χαίρε Μαρία» θα έμενε στην ιστορία για τις αντιδράσεις που προκάλεσε, από τον εν είδει αφορισμό του ίδιου του Παπά Ιωάννη Παύλου του Δεύτερου, μέχρι τις βίαιες αντιδράσεις σε κινηματογράφους σε όλον τον κόσμο, το κατέβασμα της από τους αίθουσες της Ιταλίας αλλά και στο θρυλικό «γιαούρτωμα» (με κρέμα ξυρίσματος) του ίδιου του Γκοντάρ από τον κριτικό Νοέλ Γκοντίν, επειδή ο δεύτερος πίστεψε ότι ο αιρετικός, άθεος του σινεμά έκανε μια θρησκευτική ταινία.
Η αμαρτία του Γκοντάρ στο «Χαίρε Μαρία» δεν είναι φυσικά η υπέροχη κινηματογράφηση μιας τυπικής καθημερινότητας μιας κάποιας Μαρίας που μένει έγκυος χωρίς να θέλει, χωρίς να ξέρει, χωρίς να έχει επιλέξει, ενώ το μόνο που θέλει είναι να παίζει μπάσκετ και να βλέπει τις μέρες να περνούν δουλεύοντας στο βενζινάδικο του πατέρα της σε έναν περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της Ελβετίας. Η αμαρτία του Γκοντάρ στο «Χαίρε Μαρία» δεν είναι φυσικά η μπαναλοποίηση μιας μεγάλης στιγμής στην ιστορία της θρησκείας και της πίστης, αφού η αγωνία παραμένει (σχετικά) η ίδια: ένα τεράστιο δίλημμα ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση - στο μέτρο που μια ολόκληρη ανθρωπότητα πρέπει να αποφασίσει αν θα ενδώσει στο θαύμα ή απλά θα ακυρώσει οριστικά την ύπαρξη του. Η αμαρτία του Γκοντάρ στο «Χαίρε Μαρία» δεν είναι το γυμνό γυναικείο σώμα που από το εφηβικό κρεβάτι μέχρι το εξεταστήριο του γυναικολόγου γίνεται το ζεστό καταφύγιο ολόκληρης της ανθρωπότητας, ναι, ταυτόχρονα ερωτικό και μητρικό, τρυφερό και άγριο, έτοιμο να σε κατασπαράξει και μετά να σε γεννήσει σε μορφή θεανθρώπου.
Αν το «Χαίρε Μαρία» με τις αρετές του που πληθαίνουν περισσότερο όσο σκέφτεται την ταινία παρά την ώρα που τη βλέπεις, δεν καταφέρνει να ολοκληρωθεί παρά μόνο ως μια ταινία - ιδέα, είναι μόνο η αμαρτία μιας τροχιάς πειραματισμού που θα οδηγούσε έτσι κι αλλιώς - από αυτήν την ταινία (και λίγες πριν) και μετά - το έργο του Γκοντάρ σε ένα αδιέξοδο.
Για πολλούς το «Χαίρε Μαρία» είναι η τελευταία άξια λόγου ταινία του, για άλλους (ανάμεσα στους οποίους και εμείς) τα δοκίμια της τελευταίας περιόδου του υπήρξαν απείρως πιο ολοκληρωμένα και λυτρωτικά. Η αφήγηση εδώ είναι τόσο επιτηδευμένα αποσπασματική που ό,τι ξεκινά δεν τελειώνει ποτέ, οι εικόνες μοιάζουν με μια κομματιασμένη φωτογραφία που ποτέ δεν βρίσκει τη σωστή μορφή της όταν τα κομμάτια ενώνονται, ο Γκοντάρ κινηματογραφεί με κυνισμό κάτι παθιασμένο και χτίζει τη λυτρωτική του διαδρομή με υλικά που μοιάζουν να έχουν παραδοθεί από καιρό στη ματαιότητα της ανθρώπινης ασημαντότητας. Και κάπου εκεί δεν μπορείς να ταυτιστείς ή να σε ενδιαφέρει ολόκληρο το οικοδόμημα του «Χαίρε Μαρία» ως κάτι περισσότερο από θραύσματα μιας θραυσματικής αφήγησης που οδηγούν στο φινάλε της μεγάλης ιστορίας του κόσμου μέσα από μια άλλη διαδρομή.
Ο Γκοντάρ μπορεί να κατηγορηθεί γιατί δεν είναι βλάσφημος, δεν αστειεύεται (το αντίθετο, είναι σοβαροφανής μέχρι σχεδόν σκανδάλου), δεν ανατρέπει ουσιαστικά τη βιβλική παραμυθία: η ιστορία είναι εντελώς πιστή στις Γραφές, απλά η Μαρία του είναι ένα κορίτσι των 80s και το σώμα της διαπραγματεύεται το θαύμα με πολλαπλούς τρόπους. Η «Μαρία» του είναι λίγο (έως πολύ) το θύμα ενός θαύματος, όπως ίσως τελικά είναι ο άνθρωπος από τη γέννηση του (υπάρχει εδώ και η παράλληλη ιστορία της Εύας που δεν είναι πια Εύα) σε ένα (φαύλο) κύκλο που διαχρονικά επιτείνει την ιστορία του κόσμο από την αρχή. Και ξανά από την αρχή.
Το «Χαίρε Μαρία» δεν είναι αστείο. Και δεν είναι προκλητικό. Αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Αυτό που δεν νιώθεις περισσότερο από το σαρκασμό ή την πρόκληση, είναι το ίδιο το θαύμα. Εγκλωβισμένος μέσα στο στείρο ακυρωτικό της οποιαδήποτε ολοκληρωμένης αφήγησης μοντάζ του, του ηχητικού μιξάζ, του τι βλέπω και τι εννοώ, του τι ακούω και τι ακούγεται, ο Γκοντάρ φτιάχνει μια ταινία που κοιτάζει στον ουρανό, αλλά αρνείται να πατήσει στη Γη. Και έτσι αιωρείται ανάμεσα στο avant-garde και τον κλασικισμό, χάνοντας το νόημα και με τα δύο. Αμήν, σε κάθε περίπτωση.