Ο αδίστακτος βασιλιάς του Ηρακλείου, Υπερίων, βυθίζει την Ελλάδα στο αίμα, αναζητώντας ένα μυθικό τόξο που θα του επιτρέψει να απελευθερώσει τους Τιτάνες και να νικήσει τους θεούς του Ολύμπου. Οταν η στρατιά του θα ισοπεδώσει το χωριό του Θησέα και θα σκοτώσει τη μητέρα του, ο νεαρός θα ζητήσει εκδίκηση, και με τη βοήθεια των Θεών θα αντιμετωπίσει τον Υπερίωνα.

Σπάνια έχεις την ευκαιρία να δεις κάτι τόσο θεαματικό, μεγαλόπρεπο, εντυπωσιακό, χορταστικό, αξιοθαύμαστο σε τεχνική, τόσο οραματικό στην σύνθεση των πλάνων του, όσο οι «Αθάνατοι». Για την ακρίβεια, η τελευταία φορά που το είδες ήταν στο «The Fall», την προηγούμενη ταινία του Τάρσεμ Σινγκ, ενός σκηνοθέτη που μοιάζει να χρησιμοποιεί την οθόνη του με τον ίδιο τρόπο που ο Μιχαήλ Αγγελος χρησιμοποιήσε τον τρούλο της Καπέλα Σιστίνα: Σαν καμβά για μοναδικές τοιχογραφίες που προκαλούν το βλέμμα να τις εξερευνήσει, σαν το υλικό για ταμπλό βιβάν που απαιτούν το slow motion αν όχι το pause, για να προλάβεις να χορτάσεις την ομορφιά τους, την πυκνότητα των στοιχείων τους.

Οι «Αθανατοι» υπό αυτό το βλέμμα, μοιάζουν περισσότερο με ένα ασταμάτητο σαρωτικό έργο τέχνης, με μια ταινία που έχει περισσότερη σχέση με την ζωγραφική και την video art παρά με οποιοδήποτε άλλο φιλμ που θα την περιτριγυρίζει στα multiplex όπου θα προβληθεί. Λόγω ανάγκης, αφού ο φυσικός χώρος των «Αθανάτων» δεν έχει ακόμη εφευρεθεί. Το σύμπαν των εικαστικών είναι ακόμη ανίκανο να αποδεχτεί σαν καθαρόαιμο έργο τέχνης μια ταινία σαν αυτή, που υπηρετεί την παραδοσιακή αφήγηση, δεν χρησιμοποιεί την ειρωνεία σαν άλλοθι και δεν κρύβει την σχέση του με την απόλαυση και τα χρήματα. Από την άλλη, ευτυχώς, γιατί κάτι τόσο συναρπαστικό, τόσο πλούσιο σε δώρα για τα μάτια, τόσο θεαματικό που να κόβει την ανάσα, οφείλει να ιδωθεί από ένα κοινό πολύ πιο μαζικό από αυτό των γκαλερί ή των μουσείων.

Οι εικόνες που χτίζει ο Τάρσεμ δεν είναι ασφαλώς καινούριες: από την βυζαντινή εικονογραφία, ως τους Πιερ και Ζιλ κι από τον ανατολίτικο μυστικισμό μέχρι την αρχαιοελληνική κληρονομιά, μπορείς να ανακαλύψεις ψήγματα από ολόκληρη την ιστορία της τέχνης, σε ένα μείγμα που παρ ότι θα μπορούσε, δεν ξεπέφτει ποτέ στο κιτς, το φτηνό, το πρόχειρο. Ακόμη και κάτι τόσο δεδομένο όσο η εικονογράφηση της περιπέτειας, των σκηνών της δράσης, γίνεται εδώ η αφορμή για την σύνταξη μιας νέας γλώσσας των εικόνων και του σινεμά. Μιας γλώσσας που χρησιμοποιεί «λέξεις», «εκφράσεις», «ήχους» γνώριμους, μα τους προφέρει με τρόπο που τους μεταμορφώνει σε κάτι καινούριο και αναμφίβολα επικό.

Ηρωικό και βίαιο, το φιλμ είναι ένα οπτικό ποίημα γραμμένο με χρυσό και αίμα – σκισμένες σάρκες και κομμένα μέλη στην μάχη των Θεών με τους Τιτάνες, ρίχνουν τον Ιερώνυμο Μπος και τον Μάθιου Μπάρνεϊ στην αρένα των εικόνων- μια ωδή στην ικανότητα ενός αληθινού καλλιτέχνη να μεταμορφώνει σε σπουδαίο και μοναδικό, κάτι που θα μπορούσε να είναι μαζικό κι ευτελές. Στην δύναμη των πραγματικά σπουδαίων εικόνων, να μεταμορφώνουν σε κάτι μοναδικό μια ιστορία που μιλά για το ανθρώπινο και το θείο, την δημιουργία των ηρώων, την ταυτότητα και την ανδρεία, με τον συνήθη τρόπο που θα περίμενες από μια μυθολογική περιπέτεια.

Ομως ακόμη κι αν οι ήρωες δεν είναι παρά αδρά σχηματισμένα σύμβολα, ακόμη κι αν το μυθολογικό στοιχείο και η πορεία του ήρωα δεν αποτελούν απλά τα θεμέλια για το χρυσοποίκιλτο, περίτεχνο οικοδόμημα του φιλμ να ορθωθεί, τίποτα δεν έχει στ αλήθεια σημασία μπροστά σε αυτό που τα μάτια σας θα βιώσουν. Μια αληθινή φαντασμαγορία, ένα καλειδοσκόπιο εικόνων που θα τσακίσει κάθε αντίστασή σας, έναν αδιαμφισβήτητο θρίαμβο της ομορφιάς και του θεάματος. Τόσο σαρωτικό που θα σας κάνει να παραβλέψετε κάθε αντίρρηση, επιτρέποντάς σας να απολαύσετε αυτό που βλέπετε, δίχως καμιά απολύτως ενοχή, δίχως καμιά δεύτερη σκέψη.