O 19χρονος Ντομένικο κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει μια θέση σε μια μεγάλη εταιρεία στο Μιλάνο του 1961, αφού αυτή είναι και σύμφωνα με τους γονείς του η μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του. Περνώντας όλες τις δοκιμασίες που απαιτούνται για να κριθεί κατάλληλος, θα γνωρίσει κατά τη διάρκεια των πολλαπλών εξετάσεων την Αντονιέτα και θα την ερωτευτεί. Οταν, όμως, θα προσληφθούν και οι δύο, θα τοποθετηθούν σε διαφορετικά τμήματα και έτσι ο έρωτάς τους θα διακοπεί απότομα, όσο ο Ντομένικο θα συνειδητοποιεί πως η πολυπόθητη θέση που κέρδισε βρίσκεται πολύ μακριά από το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.
Βλέποντας τη «Θέση», μισό αιώνα μετά τη δημιουργία της αντιλαμβάνεσαι με τον πιο αυταπόδεικτο τρόπο τη δύναμη του κινήματος του νεορεαλισμού ως επιρροή για το σύγχρονο ανεξάρτητο σινεμά, αλλά και το πώς ακριβώς ο Ερμάνο Ολμι, μεταγενέστερος των προτωπόρων του είδους, κρατάει αυτούσια όλα τα στοιχεία του νεορεαλισμού μετουσιώνοντας τα σε μια ταινία που θα μπορούσε να είχε γυριστεί ακόμη και σήμερα χωρίς να χάσει ίχνος από τη δυναμή της.
Χωρισμένη σε τέσσερις νοητές πράξεις-στιγμές από τη ζωή ενός νέου στο μεταπολεμικό Μιλάνο των αρχών του 1960, η «Θέση» εξελίσσεται τελετουργικά, ακολουθώντας σχεδόν με ντοκιμενταρίστικο τρόπο τον πρωταγωνιστή της σε ένα καθημερινό roller-coaster που αποτελείται από μικρές και μεγάλες αγωνίες, εκπλήξεις, χαρές, ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, καθώς μια ιστορία επιβίωσης μεταλλάσσεται σε ένα love story και από εκεί σε ένα πορτρέτο μιας ολόκληρης χώρας που αλλάζει μπροστά στο δέος του «οικονομικού θαύματος».
Με πλήρη την αντίστιξη ανάμεσα σε ένα εργασιακό περιβάλλον που δίνει περισσότερη σημασία στην τεχνοκρατική πλευρά της «δουλειάς» και στο αθώο, περιπλανώμενο στην πόλη και τα όνειρα για έναν έρωτα που γεννιέται και μια καλύτερη ζωή βλέμμα του Ντομένικο, ο Ερμάνο Ολμι σκηνοθετεί γεωμετρικά - με τον τρόπο του Μικελάντζελο Αντονιόνι - το οδοιπορικό του ήρωά του, κρατώντας την κάμερα όσο πιο κοντά γίνεται στο πρόσωπό του, όχι μόνο για να επιτείνει την αίσθηση του ντοκιμαντέρ, αλλά με σκοπό να αναδείξει τη μελαγχολία μιας ζωής που θα μπορούσε να ξεφύγει από τα γρανάζια μιας προγραμματισμένης κοινωνίας και να γευτεί τις μικρές, πραγματικές χαρές της ζωής.
Στην πιο αυτοβιογραφική του ταινία και αυτή που θα έστρωνε το δρόμο για τις μεγάλες του μετέπειτα στιγμές (το Χρυσό Φοίνικα για το «Δέντρο με τα Τσόκαρα» το 1978 και το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για το «Θρύλο του Ιερού Πότη» το 1988), ο Ερμάνο Ολμι - υπάλληλος για μια δεκαετία σε μια εταιρία του Μιλάνο, επενδύει πάνω στους ερασιτέχνες ηθοποιούς του και παραμένει κοντά τους ακόμη και όταν η διαδρομή τους τους οδηγεί νομοτελειακά στην αποξένωση και την αλλοτρίωση.
Σε αυστηρό ασπρόμαυρο και σταθερά πλάνα που αφήνουν τη δράση να εκτυλίσσεται σαν να επρόκειτο για την αυστηρή παρατήρηση μιας κοινωνίας που ψάχνει το νόημα σε λάθος μέρη, η «Θέση» δεν απομακρύνεται ποτέ από την ουμανιστική της θέση, πιο κοντά ίσως στο σινεμά του Ρομπέρ Μπρεσόν χωρίς ωστόσο την πνευματικότητα που θα μπορούσε να την ανυψώσει σε ένα έπος για την πλάνη του Δυτικού Πολιτισμού.
Πολιτικός, ρομαντικός, έτοιμος να διακόψει την αφήγηση για να απλώσει το βλέμμα του σε πράγματα που κανονικά δεν θα ταίριαζαν σε μια συμβατική αφήγηση (μνημειώδης η σκηνή όπου η κάμερα φεύγει από το καφκικό γραφείο για να δείξει τις ζωές των συναδέλφων του Ντομένικο) και σίγουρος πως οι πραγματικές απαντήσεις δεν βρίσκονται σε διακηρύξεις, προπαγάνδες ή σε μελοδραματικούς μονολόγους, ο Ολμι κινηματογραφεί τον άνθρωπο μέσα στο σύστημα, αφήνοντας στο αποστομωτικό του φινάλε εκείνη την αμφιβολία για το πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα, αν η αλυσίδα μπορούσε να σπάσει και ο έρωτας, η ανεμελιά και τα μεγάλα όνειρα δεν θα ήταν τα πρώτα μεγάλα θύματα μιας Ευρώπης που βγαίνοντας από τον πόλεμο υπήρξε έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα υπέρ μιας επίπλαστης ευημερίας.