Η Βέιρα είναι μία νεαρή γυναίκα που ζει και συνεργάζεται επαγγελματικά με τον σύντροφό της Αντρέ. Είναι έτοιμοι να παρουσιάσουν σ' ένα συνέδριο επενδυτών την «Ηπιόνη», ένα application που μεριμνά την υγεία των γυναικών. Αν καταφέρουν και βρουν χρηματοδότηση θα αλλάξει η ζωή τους. Ομως η ζωή της Βέιρα αλλάζει έτσι κι αλλιώς. Ηταν πάντα το κορίτσι που συμφωνούσε με όλους. Χρόνια παγερής σχέσης, ειρωνίας και απαξίωσης από την μητέρα της την έχουν εκπαιδεύσει να το βουλώνει, να μην αρθρώνει τη γνώμη ή τις αντιρρήσεις της. Εχει μάθει ότι η αγάπη και η αποδοχή έρχονται όταν υποχωρείς και σωπαίνεις.

Μόνο που η επίσκεψή της σε μία υπνοθεραπεύτρια -για να κόψει το τσιγάρο, καθώς ενοχλεί τον Αντρέ- ταράζει τη βαθιά ριζωμένη της καταπίεση. Οταν ξυπνά από τη συνεδρία, ξυπνά και στη ζωή. Μιλάει και κινείται χωρίς φίλτρο, χωρίς φόβο, χωρίς αναστολές. Αυτό ταράζει κάθε ισορροπία με τον Αντρέ και την μητέρα της, αλλά θέτει και σε κίνδυνο το μέλλον της «Ηπιόνης».

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σουηδού Ερνστ Ντε Γκιρ που βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι ακολουθεί τα χνάρια της σκανδιναβικής παράδοσης σκηνοθετών όπως ο Ρούμπεν Εστλουντ, ή ο Γιοακίμ Τρίερ, οι οποίοι προτείνουν ένα κατάμαυρο, κυνικό, παγερό είδος σάτιρας. Παρατηρώντας τις πιο άβολες αλήθειες της ανθρώπινης φύσης, καταγράφοντας τις αμηχανίες της κοινωνικής συμπεριφοράς προκύπτει κωμωδία, αλλά και παράλληλο καυστικό σχόλιο για τις ήττες των σύγχρονων σχέσεων.

Με μία έξυπνη ιδέα στα χέρια του (ο ίδιος συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τον Μαντς Στέγκερ) και δύο θαυμάσιους ηθοποιούς, την θαρραλέα αποκαλυπτική Αστα Κάμα Ογκουστ και τον πεθαρχημένα «κλειδωμένο» Χέρμπερτ Νόρντρουμ, ο Ντε Γκιρ κατασκευάζει ευρηματικές αφορμές που ξεσκεπάζουν την απελπισία των ηρώων του, τα κενά στην αληθινή σύνδεσή τους, τις ανασφάλειες και τους δαίμονές τους. Μοιάζει σαν ο σκηνοθέτης να έχει ρίξει δύο πειραματόζωα σε έναν λαβύρινθο-μακέτα, και τους παρατηρεί διασκεδάζοντας από ψηλά.

Υπάρχει όμως μία αδυναμία, σεναριακή και σκηνοθετική, που περισσότερο τη βιώνεις, τη νιώθεις, παρά την καταλαβαίνεις με τη λογική: στο βωμό της cringe, off-beat κωμωδίας, θυσιάζονται όλα τα υπόλοιπα.

Στιγμές μελαγχολίας, ουσιαστικής κατανόησης ή και σύγκρουσης, απουσιάζουν. Το περιπαικτικό σχόλιο για την εμμονή της εποχής με τα start-ups, το διαγενεακό τραύμα, η αυτοθυσία που φέρνει αναπηρία στην επικοινωνία - όλα είναι σημαντικές θεματικές που μοιάζουν να πέφτουν για ύπνο, όταν ξυπνά το εύρημα του ανθρώπινου ρεντίκολου. Και μετά από λίγο, αυτή η επιμονή κουράζει.

Ενώ θα έπρεπε να νοιάζεσαι για τη Βέιρα και να στηρίζεις την επανάστασή της, η συνεχής επιμονή της αφήγησης να τραβάει στα άκρα τη συμπεριφορά της σε κάνει να ζαρώνεις. Είναι υπέροχο που μία γυναίκα ξυπνά και διεκδικεί, όμως γιατί αυτό να υπονομεύει την εξυπνάδα της, την καριέρα της; Μήπως η φόρμα της ταινίας, υπονομεύει το μήνυμά της;