Στις 19 Ιουλίου του 1937, το ναζιστικό καθεστώς εγκαινιάζει στο Μόναχο την έκθεση «Έκφυλη Τέχνη», με στόχο να διαφημίσει τον αποτροπιασμό του για την τέχνη που θεωρούσε υποδεέστερη. Αριστουργήματα του μοντερνισμού – από ιμπρεσιονιστές όπως τον Ματίς ή τον Βαν Γκογκ, εξπρεσιονιστές όπως τον Ένσορ, τον Κίρσνερ ή τον Μπέκμαν, ή κυβιστές όπως τον Γκλεζ, τον Μέτζινγκερ ή τον Πικάσο- κρέμονται στους τοίχους, χωρίς κάδρα τα περισσότερα και με εσκεμμένα χαοτικό τρόπο, ώστε να εμφαίνεται η παραμόρφωση και ο εκφυλισμός που υποτίθεται πως καταδεικνύουν.
Στον αντίποδα, λίγους δρόμους παρακάτω, σε ένα ειδικά χτισμένο μουσείο (το σημερινό Haus der Kunst), τρέχει παράλληλα η έκθεση «Μεγάλη Γερμανική Τέχνη, με έργα του εξυψωμένου από τον Χίτλερ κλασικισμού. Γλυπτά αρχαιοελληνικής τεχνοτροπίας, λίγοι πίνακες Ιταλών αναγεννησιακών, και εκατοντάδες δημιουργίες Γερμανών ρομαντικών (Ζίγκλερ, Βίσελ, Καμπφ, κ.ά.). Η βουκολική ζωή, η αγροτική οικογένεια, ο ηρωικός στρατιώτης, αλλά και το γυναικείο γυμνό προβάλλουν ως κύρια θέματα της «κατάλευκης» εγκατάστασης που προπαγανδίζει βροντερά υπέρ της άριας φυλής.
To 2017, στο μουσείο Μαγιόλ του Παρισιού, η δημοσιογράφος Αν Σινκλέρ, πρώην σύζυγος του Ντομινίκ Στρος-Καν, παρουσιάζει την έκθεση «21 Rue de la Boetie», την ομώνυμη της διεύθυνσης της στέγης της. Εκθέτει έργα που είχε στην κατοχή του ο παππούς της Πολ Ρόζενμπεργκ, ο διασημότερος έμπορος έργων τέχνης του 20ου αιώνα και προσωπικός φίλος του Πικάσο, που είχε παραδώσει όλη του σχεδόν την περιουσία στους Ναζί το 1942, λίγο πριν του ανακαλέσουν τη γερμανική υπηκοότητα. Πρωταγωνιστές ο Ματίς, ο Μπρακ και φυσικά ο Πικάσο, οι τυπικοί εκπρόσωποι της κατά το Τρίτο Ράιχ «έκφυλης» τέχνης.
Σημαντικό μέρος της συλλογής του Ρόζενμπεργκ είχε περάσει στα χέρια του Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ, του επίσημου ντίλερ του Φίρερ και επιμελητή της έκθεσης «Έκφυλη Τέχνη», ο οποίος πρωτοστάτησε στο αλισβερίσι χιλιάδων έργων λεηλατημένων από μουσεία, ναούς και ιδιωτικές συλλογές στα χρόνια του πολέμου. Όταν ο Γκούρλιτ σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1956, τη συλλογή κληρονόμησε ο γιος του, Κορνίλιους, την οποία και κράτησε κρυφή στα διαμερίσματά του στο Μόναχο και το Σάλτσμπουργκ μέχρι το 2013, όταν ερευνήθηκε από τις οικονομικές Αρχές για σοβαρές φορολογικές εκκρεμότητες. Έκτοτε, ο, τι ανήκει στους ιδιοκτήτες και τους κληρονόμους (ανάμεσά τους και την Σινκλέρ) συνεχίζει να επιστρέφεται, ενώ τα υπόλοιπα έργα περιοδεύουν σε ευρωπαϊκά μουσεία και γκαλερί ως «Συλλογή Γκούρλιτ».
Διά της αφήγησης του Τόνι Σερβίλο, μαρτυριών κληρονόμων, ιστορικών ή ειδικών εκτιμητών και σπάνιου αρχειακού υλικού, το ντοκιμαντέρ του νεοεμφανιζόμενου στη σκηνοθεσία Ιταλού μοντέρ Κλαούντιο Πόλι διακινείται μεταξύ των τεσσάρων αυτών εκθέσεων με δύο βασικά στόχους.
Αφενός, να γνωστοποιήσει με ακρίβεια και ένταση το μέγεθος της ζημιάς που υπέστη η μοντέρνα τέχνη και οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποί της από τη ναζιστική
εκκαθάριση: υπολογίζεται πως ο Χίτλερ, που δοκιμάστηκε κι ο ίδιος στη ζωγραφική στα νιάτα του με παταγώδη αποτυχία, και ο Γκέμπελς, που άρχισε να εκβιάζει φιλότεχνους Εβραίους αριστοκράτες από πολύ πριν τον πόλεμο, λήστεψαν κάπου το 20% της διαθέσιμης παγκόσμιας τέχνης μέσα σε μια δεκαετία, ενώ η αξία μονάχα του λαφύρου που κατεστράφη ή δεν έχει ακόμα εντοπιστεί ξεπερνά τα 20 δις Ευρώ (παρεμπιπτόντως, αμφότεροι ποθούσαν κρυφά πολλά από τα έργα που καταδίκαζαν επίσημα, ενώ από ένα σημείο κι έπειτα έγιναν και ανταγωνιστές στον εμπλουτισμό της προσωπικής τους συλλογής).
Και αφετέρου, να υπογραμμίσει τη χρήση της τέχνης ως βασικού εργαλείου προπαγάνδας από το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο πίστευε πως ή πολιτιστική παρέμβαση ήταν εξίσου κρίσιμη με την μιλιταριστική. Τη στιγμή που η ήδη κυρίαρχη τότε αβάν γκαρντ, εκπροσωπούμενη από εβραϊκής καταγωγής καλλιτέχνες στην πλειοψηφία τους, ήταν συνώνυμη της ελευθερίας έκφρασης, ήταν επόμενο ο χιτλερικός φασισμός να τη θεωρεί απειλή για το άριο μοντέλο της και να θέλει τον αφανισμό της.
Ο έλεγχος του σκηνοθέτη πάνω στο ευρύ υλικό είναι τυπικός αλλά στιβαρός και οι στόχοι επιτυγχάνονται -ο πρώτος που αφορά την πληροφορία ίσως περισσότερο από εκείνον που αφορά το σχόλιο. Όπως και να’ χει, πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ έρευνας που ποντάρει πάνω στο καυτό θέμα του. Κι έστω κι αν ενίοτε επαναπαύεται σ’ αυτό, καθόλου δεν υστερεί στη στοιχειοθετική του αποτελεσματικότητα.