Αργεντινή, Δεκέμβριος 2001. Μια παρέα φίλων και γειτόνων επενδύει όλες τις αποταμιεύσεις της σε έναν αγροτικό συνεταιρισμό που θα τονώσει την οικονομία της μικρής τους πόλης. Μία μέρα μετά την κατάθεση των χρημάτων στην τράπεζα, η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής καταρρέουν. Τα χάνουν όλα. Σύντομα, όμως, θα καταλάβουν ότι δεν έχουν πέσει θύματα μόνο της οικονομικής κρίσης, αλλά και ενός ασυνείδητου δικηγόρου και ενός διευθυντή τραπέζης, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Eνα χρόνο μετά, μία πληροφορία για το που μπορεί να βρίσκονται κρυμμένα τα χρήματά τους τούς δίνει την αφορμή για εκδίκηση. Να οργανώσουν μια περίτεχνη ληστεία και να επανακτήσουν ό, τι δικαιωματικά τους ανήκει.

Ο Σεμπαστιάν Μπορενστέιν («Η Αγελάδα που Επεσε από τον Ουρανό») σκηνοθετεί το διασκευασμένο (από το μυθιστόρημα) σενάριο του Εντουάρντο Σατσέρι («Το Μυστικό στα Μάτια της») ισορροπώντας ανάμεσα στην κομεντί και το μελόδραμα. Οι ήρωες, ξοφλημένοι κάτοικοι ενός μικρού χωριού της στην επαρχία της Αργεντινής (εργάτες, αγρότες, συνταξιούχοι, τρελοί του χωριού) παρουσιάζονται αρχικά με χιούμορ, πείραγμα, gusto. Το στήσιμο του συνεταιρισμού έχει μια λαϊκή, χαρούμενη γοητεία, ακόμα και στην αφέλειά της. Σε αυτό συντελεί και το, επί το πλείστον, γοητευτικό καστ, του οποίου ηγείται ο πάντα υπέροχος Ρικάρντο Νταρίν (για πρώτη φορά στην οθόνη με τον γιο του Τσίνο).

Ομως, η οικονομική κρίση, η κατάρρευση της χώρας και των ονείρων των ηρώων, αλλά και προσωπικές τραγωδίες που παράλληλα συμβαίνουν αποτυπώνονται με αρκετή δόση μελοδράματος (ακόμα και στη μουσική), που αλλάζει τη θερμοκρασία της ταινίας δραστικά. Ενώ πρόκεται ξεκάθαρα για μαύρη κωμωδία, διάλογοι, ερμηνείες, τέμπο πέφτουν, κάθε τρεις και λίγο, για να δώσουν τη θέση τους σε μεγαλόστομες στιγμές που καυτηριάζουν τους πραγματικούς κλέφτες: πολιτικούς και τράπεζες.

Αυτό επηρεάζει και το ρυθμό της περιπέτειας: όσο κι αν μάς ενδιαφέρει το πολιτικό πλάισιο, αυτό που συμβαίνει δραματουργικά είναι ένα heist. Οσο η αδρεναλίνη και το μαύρο χιούμορ έχουν τον πρώτο λόγο, η ταινία τρέχει απολαυστικά. Οι στιγμές που πάλι το «χαμένοι» παίρνει το τιμόνι από το «ηρωικά», σταματούν το ρυθμό και χαλαρώνουν τη σφιχτή αφήγηση.

Η σύνδεση της οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας με μία Ρομπέν των Δασών συμμορία που θέλει ουσιαστικά να χτυπήσει το σύστημα υπέρ του loser πολίτη είναι κι έξυπνη και θεμιτή. Αρκεί να εμπιστευτεί το θεατή της. Το μαύρο χιούμορ λειτουργεί πολύ καλύτερα από τη σοβαροφάνεια. Λέει σκληρότερα πράγματα και χτυπά ηρωική φλέβα.