Τρεις φίλοι με αναπηρία θέλουν να πάνε στην Ισπανία για να χάσουν την παρθενιά τους, σε μια ιστορία που βασίζεται σε πραγματικές εμπειρίες! Στη διαδρομή θα τους βοηθήσει η νοσοκόμα Κλοντ και μαζί θα διασχίσουν το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ισπανία, με το δικό τους, ακαταμάχητο τρόπο.
Οπως κάθε χαρακτήρας που δεν έχει το ευτύχημα ανήκει στην ηχηρή πλειοψηφία των «απόλυτα φυσιολογικών» (προσθέστε όσα εισαγωγικά θα θέλατε) έτσι και οι άνθρωποι με αναπηρίες δεν είχαν πάντα την καλύτερη τύχη στο σινεμά. Από κλισέ κινούμενα με ρόδες αναπηρικού αμαξιδίου, μέχρι αντικείμενο γέλωτος συχνά έβρισκαν θέση σε κάθε γωνιά του κινηματογραφικού φάσματος, εκτός από αυτή που τους αξίζει να κρατούν: αυτή των απόλυτα φυσιολογικών ανθρώπων.
Δυστυχώς ακόμη και στις μέρες της πολιτικής ορθότητας, του «σεβασμού στη διαφορετικότητα» και μιας ακόμη σειράς από ολίγον υποκριτικές αοριστίες, συχνά κατέληγαν να είναι στρογγυλεμένα στερεότυπα, σύμβολα μιας αδυναμίας των σεναριογράφων ή των σκηνοθετών να τους αντιμετωπίσουν ως «συνηθισμένους» εν δυνάμει ατελείς ανθρώπους.
Από την άποψη αυτή, το φιλμ του Τζέφρι Εντχόβεν κερδίζει από την αρχή πόντους, αφού αυτό που θυμάσαι από το τρίο των πρωταγωνιστών του, δεν είναι το γεγονός ότι βρίσκονται σε αναπηρική καρέκλα ή δεν βλέπουν, αλλά ότι μοιάζουν με οποιονδήποτε άλλο νεαρό άντρα της ηλικίας τους. Κάνουν πλάκες, θυμώνουν και βρίζουν, θέλουν να κάνουν σεξ. Με μια ακόμη μεγαλύτερη λαχτάρα, αφού τα εμπόδια στην περίπτωσή τους, είναι πολύ πιο σημαντικά από ότι σε άλλους συνομήλικούς τους.
Ευτυχώς οι τρεις νεαροί ήρωες του φιλμ δεν έχουν την άκαμπτη υφή ενός τοτέμ που δεν μπορείς να αγγίξεις, μα την εύπλαστη, ευμετάβλητη φύση που κάθε ολοκληρωμένος κινηματογραφικός χαρακτήρας οφείλει να έχει. Δεν σε εξαναγκάζουν να τους συμπαθήσεις απόλυτα ή ακόμη χειρότερα να τους λυπηθείς, σου δίνουν την δυνατότητα να σχηματίσεις και αλλάξεις γνώμη γι' αυτούς να δεχτείς ή να απορρίψεις τους τρόπους και την συμπεριφορά τους όπως θα έκανες για κάθε άλλον.
Με έναν ανάλογο τρόπο το φιλμ κρατά την ισορροπία και εναλλάσσει τον συναισθηματικό του τόνο ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, δίχως να πέφτει σε λακκούβες στον δρόμο και κατορθώνει να είναι εξίσου τρυφερό όσο και δραματικό. Μόνο που το κάνει ακολουθώντας την πιο ασφαλή οδό, θέλοντας να ικανοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές μπορεί, μη τολμώντας να δώσει χώρο σε καμιά απολύτως έκπληξη.
Ετσι δυστυχώς, από την αρχή ως το τέλος, μοιάζει απόλυτα προβλέψιμο, προδιαγεγραμμένα αναμενόμενο τόσο στην ιστορία των πρωταγωνιστών του όσο και στα σημεία στα οποία τοποθετεί τις κωμικές ή δραματικές στιγμές του. Και κάπως έτσι, ακόμη κι αν κατορθώνει να χτίσει ήρωες που δεν εξαντλούνται στην περιγραφή της αναπηρίας τους, με τον τρόπο του το φιλμ τους προδίδει, αντιμετωπίζοντας όχι τους ίδιους μα το ταξίδι της «ενηλικίωσής» τους με τους όρους της πιο ανώδυνης crowd pleasing δραματικής κομεντί. Κρίμα.