Η περιπετειώδης οδύσσεια μιας ομάδας κατοίκων ενός χωριού της Τοσκάνης που αποφασίζουν το καλοκαίρι του 1944 να συναντήσουν τους Συμμάχους, που διαφαίνεται να επικρατούν στον Πόλεμο, παρά τις αντίθετες διαταγές που έχουν λάβει από τους Ναζί. Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο είναι η νύχτα που πέφτουν τ’ αστέρια, και η νύχτα όπου τα όνειρα πραγματοποιούνται, σύμφωνα με την ιταλική λαϊκή παράδοση.
Περισσότερο από το «Padre Padrone», την ταινία που χάρισε το 1977 στον Πάολο και τον Βιτόριο Ταβιάνι το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, τοποθετώντας τους Ιταλούς δημιουργούς στην ελίτ του ευρωπαϊκού σινεμά, η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» είναι η ταινία που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει ως λήμμα δίπλα στα ονόματα τους.
Κατακερματισμένη σε μικρές βινιέτες μνήμης, με φόντο το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα μικρό χωριό της Τοσκάνης, η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» διασχίζει μέσα στην επιτηδευμένη και όμως ταυτόχρονα αφοπλιστική κατασκευή της όλη την ιστορία του ιταλικού σινεμά μέχρι εκείνη τη στιγμή, αντλώντας στοιχεία τόσο από την άμεση αναφορά της στο «Paisa» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, όσο και από τη φαντασία του Φεντερίκο Φελίνι και το μαγικό ρεαλισμό που οι ίδιοι οι Ταβιάνι αποθέωσαν ως είδος με την εμφάνιση τους.
Αν η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» καταλήγει, ωστόσο, να είναι ένα εντελώς προσωπικό έργο που μιλάει όμως πρωτίστως για την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, αυτό το οφείλει στον πολυεπίπεδο τρόπο με τον οποίο οι Ταβιάνι παρατηρούν τους ήρωες που αποτελούν το ανθρώπινο μωσαϊκό πάνω στο οποίο χτίζεται από την αρχή ένας καινούριος πανανθρώπινος μύθος.
Δεν είναι τυχαίο, ότι το φιλμ ξεκινάει σαν ένα παραμύθι και επιστρέφει στο χρόνο για να αφηγηθεί μια στιγμή στην Ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που περιμένοντας την ώρα της κρίσης, ανακαλύπτουν έναν άλλο Θεό και μια υπέρτατη δύναμη στο όνομα της επιβίωσης. Ούτε είναι τυχαίο πως οι Ταβιάνι χτίζουν την κάθε μικρή η μεγάλη σκηνή τους ποτίζοντας τον πιο σκληρό ρεαλισμό με ανεξάντλητα περισσεύματα ποίησης, ξαναγράφοντας στην πραγματικότητα την Ιστορία από την αρχή.
Στο δικό τους σύμπαν, τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, οι παπάδες επιτάσσουν ως μοναδική σωτηρία για την ώρα της κρίσης την «επιβίωση», οι παρθένες αγωνιούν μήπως πεθάνουν χωρίς να κάνουν σεξ, τα αγόρια αυνανίζονται στη θέα μιας γυναίκας που κάνει την ανάγκη της στην ύπαιθρο και ο έρωτας πεθαίνει πάντα τελευταίος, ίσως και μετά από την ελπίδα.
Και είναι εκεί, σε αυτές τις μικρές ανθρώπινες στιγμές μιας αταξινόμητης κινηματογραφημένης μνήμης που οι Ταβιάνι αντιδιαστέλλουν τη φρίκη του πολέμου (με τουλάχιστον τρεις σκηνές ανθολογίας – αυτή της έκρηξης στην εκκκλησία, της ρωμαϊκής μάχης εν μέσω ενός χωραφιού και της τραγωδίας ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού και του πατέρα του), με την ίδια φυσικότητα που ταξιδεύουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, την πεζή καθημερινότητα και το λυρισμό που ανέκαθεν αυτή κρύβει μέσα της.
Με κοντινά στα εκφραστικά πρόσωπα των πρωταγωνιστών τους, με μια φωτογραφία (από τον Φράνκο ντι Τζιάκομο της «Στρατηγικής της Αράχνης» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι) που αναδεικνύει την ομορφιά ακόμη και σε ό,τι πιο άσχημο μπορεί κάποιος να αντικρύσει εν καιρώ πολέμου και με τη μουσική του Νικόλα Πιοβάνι να ενορχηστρώνει τη νοσταλγική μετάβαση από τη μια βινιέτα στην άλλη, οι Ταβιάνι παραδίδουν ένα όργιο ανθρωπισμού, έναν σχεδόν παγανιστικό χάρτη της ανθρώπινης κατάστασης.
Ενα εκθαμβωτικό και ολοζώντανο ποίημα για τις ευχές που κάνεις όταν πέφτουν τα αστέρια τις νύχτες του Σαν Λορέντζο και καμια φορά βγαίνουν αληθινές και τις αληθινές ιστορίες που – κόντρα στις όποιες προλήψεις – μπορούν να τελειώνουν με happy end.