Η Φραγκογιαννού είναι μια πολυβασανισμένη και χιλιοτραυματισμένη ψυχικά γυναίκα, με στοιχειωμένη λογική από τις αδικίες και την φτώχεια. Στο θολωμένο της μυαλό νομίζει πως το ό,τι υπέφερε της δίνει το δικαίωμα, να πάρει τον νόμο στα χέρια της. «Ο νους της ψήλωσε». Η ανθρώπινη λογική εξομοιώνεται με δύναμη Θεού και το αποτέλεσμα οδυνηρό. Η Φραγκογιαννού κηρύττει το δικό της ευαγγέλιο. Οδηγημένη από τους δικούς της δαίμονες απομακρύνεται από την πόλη των ανθρώπων αφήνοντας πίσω της, πτώματα μικρών κοριτσιών. Κορίτσια που θα γίνουν γυναίκες σαν και αυτήν δυστυχισμένες. Θα αναζητήσει την ερημιά, κι εκεί, μέσα στους εφιάλτες της, θα χαθεί στην απόγνωση. Ένα κύμα θα την εξαφανίσει…
To συναρπαστικό μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1903 και υπήρξε ένα αληθινά αιχμηρό ανάγνωσμα αφού μιλούσε με τρόπο σκληρό αλλά και ποιητικό για την κοινωνική θέση της γυναίκας στην Ελληνική επαρχία και τον τρόπο που η καταπιεσμένη ανθρώπινη φύση στρέφεται τυφλά εναντίον του εαυτού μας και των ομοίων μας.
Η ηρωίδα του μια τυπική γυναίκα της εποχής, που όμως έχει την διορατικότητα να αντιληφθεί την θέση της ίδιας και των γυναικών της εποχής της, αλλά όχι την καθαρότητα του πνεύματος για να προσδιορίσει τους παράγοντες που φταίνε γι αυτή.
Ετσι στρέφει την οργή και την απελπισία στο φύλο της κι αποφασίζει με μια λάθος συλλογιστική να «βοηθήσει» τα αθώα θυληκά να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, σφραγίζοντας την ίδια στιγμή τη δική της.
Η νουβέλα του Παπαδιαμάντη είναι μαζί ένα γοητευτικά έντονο αφήγημα της ιστορίας της Φραγκογιαννούς αλλά ταυτόχρονα μια διεισδυτική ματιά στον κοινωνικό ιστό της εποχής και του τόπου, ένα πλούσιο ηθογράφημα της Σκιάθου, της ίδιας της Ελλάδας. Κυρίως όμως υπήρξε ένα βαθιά «πολιτικό» έργο, μια σκληρή ματιά σε όσα στα μάτια των πολλών έμοιαζαν ως απολύτως φυσιολογικά.
Σε αυτή την κινηματογραφική μεταφορά, δυστυχώς ελάχιστα από τα παραπάνω μεταφέρονται επιτυχώς στην οθόνη. Η δύναμη της ιστορίας είναι ασφαλώς εκεί, όμως ο τρόπος που αναπτύσσεται, εξ ανάγκης υπερβολικά λιτός λόγω του περιορισμένου budget και των εγγενών απαιτησεων μιας ταινίας εποχής, δεν βοηθούν τον θεατή να παρασυρθεί από την ιστορία.
Το ίδιο ισχύει και για αρκετές από τις σεναριακές ή σκηνοθετικές επιλογές αλλά και από την καθοδήγηση των ηθοποιών. Συχνά έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια θεατρική παράσταση και μάλιστα με την υφή ενός μονολόγου, ενώ η συναισθηματική ένταση, ο παραλογισμός της ηρωίδας αλλά και η αντιδράσεις των γύρω της εκφράζονται με τρόπο υπερβολικό, με μια πομπώδη κινησιολογία, με εκφράσεις του προσώπου που ταιριάζουν καλύτερα σε μια τραγωδία στην σκηνή ενός αρχαίου θεάτρου, αλλά όχι στην οθόνη του σινεμά ή την καθημερινότητα της ηρωίδας.
Και παρά τις καλές προθέσεις, τις κάποιες πετυχημένες σκηνές και την αναμφίβολη δύναμη που κουβαλά η ιστορία, το αποτέλεσμα μοιάζει αποσπασματικό και λίγο, αδύναμο να μεταδώσει την σημασία και την ένταση του πρωτότυπου έργου με τρόπο καινούριο και σε ένα διαφορετικό μέσο.