Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ είναι διαβόητα για το πόσο τρομαχτικά είναι, με τις ανατριχιαστικές περιγραφές τους, την ζοφερή τους ατμόσφαιρα και κυρίως για τις βίαιες σκηνές τους. Ασχετα με το αν μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια όλος αυτός ο τρόμος έχει ελαχιστοποιηθεί έτσι ώστε να μπορούν να διαβάζουν τα παραμύθια αυτά, κυρίως, μικρά παιδιά, οι αυθεντικές ιστορίες παραμένουν ακόμα και σήμερα από τις πιο κλασικά «σκοτεινές» στη λογοτεχνία του φανταστικού τρόμου.

Μια από τις καλύτερες, και από τις πιο ανατριχιαστικές, τους ιστορίες είναι και το «Χάνσελ και Γκρέτελ», στην οποία δυο αρκετά φτωχοί γονείς, που πεθαίνουν από την πείνα, αναγκάζονται να αφήσουν τα παιδιά τους στο δάσος όπου συναντούν μια μάγισσα που τρώει παιδιά και ζει σε ένα σπίτι φτιαγμένο από γλυκά. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσει κάποιος αρκετά πολύ για να μεταφέρει την ιστορία αυτή στο σινεμά ως ταινία τρόμου – για αρκετούς σκηνοθέτες μοιάζει να είναι το αμέσως, αν όχι μοναδικό, βήμα (εξάλλου έχει ξαναγίνει στο παρελθόν) – αλλά ελάχιστοι, αν όχι κανείς, μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να την αναδείξει σε κάτι παραπάνω.

Και για τον Οζ Πέρκινς, τον σκηνοθέτη που μας έχει δώσει την καλτ ταινία «I Am the Pretty Thing That Lives in the House», η ιστορία αυτή είναι πολλά παραπάνω από σατανικές μάγισσες με κανιβαλιστικές διαθέσεις. Μαζί με τον σεναριογράφο Ρομπ Χέις, ο Πέρκινς ακολουθεί εσκεμμένα έναν πιο αργό αλλά σταθερό ρυθμό στην εξιστόρηση των γεγονότων, σαν ένα καζάνι που σιγοβράζει με τον ίδιο να προσθέτει τα κατάλληλα συστατικά στις σωστές δόσεις την σωστή στιγμή, για να δημιουργήσει μια από τις πιο ιδιαίτερες ταινίες που έχει κάνει μέχρι σήμερα.

Ναι το «Γκρέτελ & Χάνσελ» δεν είναι μια κλασική ταινία τρόμου, τουλάχιστον όχι όπως οι περισσότεροι την έχουν ίσως στο μυαλό τους, με τον Πέρκινς να αποδομεί το παραμύθι για να βρει στην καρδιά του μια μακάβρια ιστορία ενηλικίωσης, γεμάτη με συμβολισμούς για την γυναικεία χειραφέτηση (εξάλλου η αλλαγή της σειράς των ονομάτων στον τίτλο δεν είναι ένα απλό gimmick) και την παρουσιάζει μέσα σε ένα ονειρικό ντελίριο μιας arthouse εικονολατρικής αισθητικής. Στο πρώτο μισό της ταινίας ο Πέρκινς μας δείχνει έναν σκληρό, σκοτεινό και αδηφάγο κόσμο που σκοπό έχει να κατασπαράξει τα δυο μικρά αδέρφια, με παραπάνω από έναν τρόπους. Με σαφές επιρροές από την ταινία του Αλεχάντρο Χοντορόφσκι «The Holy Mountain» και τις εικόνες του, η ταινία χτίζει την μοναδική και υποβλητική ατμόσφαιρα της μέσα σε πυκνά και αφιλόξενα δάση ή σε επιβλητικά γεωμετρικά κτίρια γεμάτα με καλειδοσκοπικούς διαδρόμους και απόκοσμες φιγούρες τα οποία συνδέονται αριστοτεχνικά με την εξαιρετική φωτογραφία από τον Γκάλο Ολιβάρες (ο οποίος είχε δουλέψει και στο «Ρόμα») για να δημιουργήσουν ένα ανατριχιαστικά άβολο σύμπαν, με τον τρόμο να υποβόσκει σε κάθε γωνιά του.

Ολη αυτή η υπνωτιστική ατμόσφαιρα μέσα στο οπτικό της μεγαλείο, βοηθάει την Γκρέτελ, με μια Σοφία Λίλις που την προσεγγίζει με την δυναμική αλλά και την αγνότητα που αρμόζει τόσο στην ηλικία της όσο και στον χαρακτήρα της, μια πιο φεμινιστική χροιά, η οποία όμως πολλές φορές, μέσω των συμβολισμών της, προσπαθεί να επιβληθεί φωνάζοντας σε μια πιο υποτονική ιστορία, χαλώντας έτσι κάπως την αρμονία της. Η πείνα της Γκρέτελ μοιάζει να ξεπερνάει το φαγητό και να επικεντρώνεται στη μάθηση, για να αξιοποιήσει τις δυνάμεις της και να γίνει καλύτερη, να βρει τον τρόπο να επαναστατήσει ενάντια στις επιβολές μιας κοινωνίας που την θέλει απλά να ακολουθεί, σχεδόν ευλαβικά, έναν πιο παραδοσιακό μητρικό ρόλο. Μια κοινωνία η οποία σκιαγραφείται πάνω στο πρόσωπο της μάγισσας Χόλντα, μια επίσης υπέροχη Αλις Γκριτζ που προσεγγίζει τον γκροτέσκο και σατανικό χαρακτήρα της με την γοητεία μιας σοφίας χρόνων αλλά και τον ορθολογισμό που τη συνοδεύει.

Σίγουρα το «Γκρέτελ & Χάνσελ», με την χαμηλών τόνων arthouse αισθητική του, δεν είναι για όλους. Αλλά όσοι αποφασίσουν να ακολουθήσουν μέσα στις σκοτεινές αίθουσες τα ψίχουλα που πετάει ο Πέρκινς τότε σίγουρα θα ανταμειφθούν με μια πανδαισία, τόσο οπτικά όσο και εγκεφαλικά, σε μια από τις πιο ιδιαίτερες ταινίες τρόμου που έχουν δει τον τελευταίο καιρό.