Η Καμίλ ήταν δεκαέξι ετών, όταν γνώρισε τον Ερίκ. Ερωτεύτηκαν τρελά, κι απέκτησαν μια κόρη… 25 χρόνια μετά: ο Ερίκ αφήνει την Καμίλ για μια νεότερη γυναίκα. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και η Καμίλ βρίσκει τον εαυτό της στο παρελθόν. Είναι και πάλι δεκαέξι χρόνων, έχει επιστρέψει στους γονείς της, τις φίλες της, την παιδική της ηλικία… και στον Ερίκ. Θα προσπαθήσει να αλλάξει την πορεία στις ζωές τους;
Μοιάζει δύσκολο να αρνηθείς στη Νοεμί Λβόβσκι πως γράφει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει την κεντρική ηρωίδα αυτού του εν είδει σύγχρονου παραμυθιού με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ισορροπώντας συχνά με δεξιοτεχνία ανάμεσα σε όσα λίγα χωρίζουν την κωμωδία από το δράμα και μια σπουδή χαρακτήρων από ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στον χρόνο.
Οπως επίσης, μοιάζει δύσκολο να αρνηθείς πως ολόκληρο το σύμπαν του φιλμ χτίζεται νοσταλγικά πάνω σε έναν πολύχρωμο καμβά που μεταφέρει αυτούσια τόσο τον παραμορφωμένο τρόπο με τον οποίο η μνήμη αποθηκεύει το παρελθόν όσο και το πνεύμα των new wave 80s, μιας δεκαετίας εκ των πραγμάτων υπεύθυνης για πολλά παραστρατήματα – και δεν εννοεί κανείς μόνο αυτά της ξεπερασμένης τους μόδας.
Χωρίς να απαρνείται στιγμή τη μεγάλη παράδοση της γαλλικής κωμωδίας που στηρίζεται πρωτίστως στο λόγο και δευτερευόντως στις καταστάσεις, η Λβόβσκι φτιάχνει με το «Γλυκά μας Λάθη» τη δική της ευρωπαϊκή εκδοχή του «Η Πέγκυ Σου Παντρεύτηκε» που ακριβώς πάνω στα 80s είχε γυρίσει τότε το χρόνο πιο πίσω δίνοντας την ευκαιρία σε μια γυναίκα να ξανακοιτάξει τη ζωή της από την αρχή και να προσπαθήσει να αλλάξει το μέλλον.
Και το κάνει, στηριζόμενη κυρίως σε μια ιδέα: αυτή που θέλει τους δύο κεντρικούς ήρωες να επιστρέφουν στο παρελθόν χωρίς να αλλάζουν ηλικία σε μια «εικόνα» που και μόνο η παραδοξολογία της αλλά και η ποιητική της αδεία είναι αρκετές για να δημιουργούν μια συνεχή διάθεση έκπληξης και ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη.
Τοποθετημένοι σαν δύο άνθρωποι χωρίς ηλικία (αφού κανείς εκτός από τον θεατή δεν αντιλαμβάνεται τον παραλογισμό), στο μέσο μιας εφηβικής αφύπνισης και ενός σχολικού έρωτα που γνωρίζουμε τη θλιβερή του κατάληξη και άρα είμαστε όλοι σε αγωνία αν μπορεί να επιβιώσει ξανά από την αρχή, η Καμίλ και ο Ερίκ βρίσκονται ουσιαστικά στο κέντρο μιας ταινίας που φιλοσοφεί πάνω στο «τι θα γινόταν αν...», επενδύοντας σχεδόν σαν ένα κλασικό παραμύθι πάνω στο ανυποχώρητο της μοίρας.
Και, ναι, μοιάζει δύσκολο να κατηγορήσεις τη Λβόβσκι (σε ένα πραγματικό one woman show) πως αντιμετωπίζει υποκριτικά και σκηνοθετικά μια ιστορία που κρύβει φανερά αυτοβιογραφικά στοιχεία της ίδιας αλλά και οποιασδήποτε γυναίκας κάθε δεκαετίας με μια ελαφρότητα που κάνει το φιλμ της να επιπλέει στα όρια μιας ποπ δραμεντί για όσους δεν θα τολμούσαν ποτέ να κοιτάξουν κατάματα το παρελθόν.
Μπορείς όμως να την κατηγορήσεις για το μοναδικό μεγάλο της παράπτωμα που υποβιβάζει το όλο οικοδόμημά σε κάτι πολύ λιγότερο από αυτό που υπόσχεται η κατασκευή του.
Και αυτό δεν είναι άλλο από ένα πραγματικά φλύαρο σενάριο, γεμάτο επαναλήψεις, αχρείαστες υποϊστορίες (όπως αυτή με τον Ντενί Πονταλιντές) και μια διάρκεια που αγγίζει τις δύο ώρες χωρίς να μπορεί να υποστηρίξει σε κινηματογραφικό εύρος μια τελικά απλή, ευχάριστη και σε στιγμές συγκινητική (κυρίως στην ιστορία με τους γονείς της Καμίλ) φιλμική εμπειρία που σε όλη τη διάρκειά της σε αναγκάζει με έναν καθησυχαστικό τρόπο να επιστρέψεις και εσύ με τη σειρά σου πίσω στο χρόνο προκειμένου να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις το μέλλον.