«Η Τελευταία Συνεδρία του Φρόυντ», σε σκηνοθεσία Ματ Μπράουν (του «Ο Ανθρωπος που Γνώριζε το Απειρο», παρουσιάζει μια φανταστική συζήτηση ανάμεσα σε δύο από τα μεγαλύτερα μυαλά του εικοστού αιώνα, του Σίγκμουντ Φρόιντ και του Κ.Σ. Λιoύις, στα πρόθυρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η διανοητική «μονομαχία» για την ύπαρξη του Θεού συνυφαίνει το παρελθόν, το παρόν και τη φαντασία, δημιουργώντας μια αφήγηση που ξεφεύγει από τα όρια της μελέτης του Φρόιντ.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο πάντα χαρισματικός Αντονι Χόπκινς ως Σίγκμουντ Φρόιντ (ο οποίος το 1993 στην ταινία «Στη Χώρα της Σκιάς» είχε ερμηνεύσει και τον Κ.Σ.Λιούις) και ο διακριτικά ταλαντούχος Μάθιου Γκουντ ως Κ.Σ. Λούις (συγγραφέας της σειράς βιβλίων Τα χρονικά της Νάρνιας και διανοούμενος της Οξφόρδης). Οι δύο ηθοποιοί υποστηρίζουν τους ρόλους τους και έχουν μια αλληλεπίδραση που μεταφράζεται καλά στην οθόνη. Ο Χόπκινς, ειδικότερα, διαπρέπει ως Φρόιντ, του οποίου η μάχη με τον καρκίνο του στόματος προσθέτει ένα επίπεδο οδυνηρότητας στην ερμηνεία του.

Το σενάριο, σε διασκευή από το θεατρικό έργο του Μαρκ Σεντ Ζερμέν (ο οποίος είναι συν-σεναριογράφος μαζί με τον σκηνοθέτη Ματ Μπράουν), παίρνει ελευθερίες με τα ιστορικά γεγονότα για να φανταστεί μια συζήτηση που μπορεί να μην έγινε ποτέ. Η ταινία χρησιμοποιεί αναδρομές για να εξερευνήσει την παιδική ηλικία και τη ζωή τόσο του Φρόιντ όσο και του Λιούις, παρουσιάζοντας πρόσωπα-κλειδιά όπως η Ανα Φρόιντ, η κόρη του ψυχιάτρου. Ψυχαναλύτρια και η ίδια, η Ανα έθεσε τα θεμέλια της παιδικής ψυχανάλυσης και στήριξε τον πατέρα της ακλόνητα, ακόμη και κατά τη βιαστική μετακόμιση της οικογένειας από τη Βιέννη στο Λονδίνο για να γλιτώσει τη σύλληψη από τους Ναζί και την ημερήσια φυλάκισή της από την Γκεστάπο.

Καθώς ο Φρόιντ και ο Λιούις συνομιλούν στο σαλόνι του πρώτου, καταπιάνονται με θέματα σχέσεων, αγάπης, πένθους, παιδικής ηλικίας και φυσικά το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού. Η αφήγηση διακόπτεται περιστασιακά από την πραγματικότητα της εποχής, όπως από τις σειρήνες αεροπορικού βομβαρδισμού που τους αναγκάζουν να καταφύγουν σε ένα υπόγειο εκκλησίας, όπου ο Λιούις βιώνει μια κρίση πανικού, ενώ ο Φρόιντ τον ηρεμεί με καθοδηγητικές συμβουλές.

Ωστόσο, παρά τις καλές ερμηνείες, η χρήση αναδρομών στην ταινία μερικές φορές μοιάζει κακόγουστη - ειδικά σε επίπεδο κινηματογράφησης και δευτερευόντων ερμηνειών - και αποσπά από την κεντρική αφήγηση, με αποτέλεσμα να γίνεται μακρόσυρτη και να χάνει την εστίασή της. Αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα συναρπαστικό δράμα δωματίου αραιώνεται από αυτούς τους περισπασμούς. Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι θεατρικές ρίζες του σεναρίου ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον διάλογο και στη διανοητική σύγκρουση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών χωρίς τις διακοπές του εξωτερικού κόσμου και των αλλεπάλληλων αναδρομών που φτάνουν ως και την τραυματική εμπειρία του νεαρού Λιούις στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου. Αν και η πραγματικότητα του επικείμενου πολέμου είναι απαραίτητη και αδύνατο να αγνοηθεί, θα μπορούσε να είναι παρούσα ως ένας υπόκωφος θόρυβος στο παρασκήνιο, όπως με την ραδιοφωνική ανακοίνωση της συμμετοχής της Βρετανίας στον πόλεμο.

Η ερμηνεία του Χόπκινς ως Φρόιντ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολυεπίπεδη, ιδίως όσον αφορά την απεικόνιση της σωματικής του παρακμής και του επερχόμενου θανάτου του. Δυστυχώς, αυτές οι νοηματικές αποχρώσεις επισκιάζονται από τη χαοτική αφηγηματική δομή.

Επιπλέον, η ταινία εισάγει μια υποπλοκή που αφορά τη σεξουαλικότητα της Ανα Φρόιντ και τη σχέση της με μια συνάδελφό της, την οποία ο Φρόιντ φαίνεται να μην μπορεί να αποδεχθεί πλήρως. Αυτή η απόκλιση από το αρχικό σενάριο προσθέτει άλλο ένα επίπεδο πολυπλοκότητας στην αφήγηση, αλλά μοιάζει κάπως αποσυνδεδεμένη από την κύρια ιστορία, καθώς δεν αναπτύσσεται επαρκώς.

Εν κατακλείδι, η ταινία προσφέρει δυνατές ερμηνείες από τους Χόπκινς και Γκουντ, καθώς ίσως και τροφή για σκέψη. Ωστόσο, η αφηγηματική δομή της και η χρήση των αναδρομών απομειώνει αυτό που θα μπορούσε να είναι μια πιο έντονη και εστιασμένη εξερεύνηση δύο μεγάλων μυαλών σε σύγκρουση. Με ένα πιο επιμελημένο σενάριο και λιγότερους περισπασμούς, η ταινία θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει καλύτερα τις δυνατότητές της. Παρόλ' αυτά, ίσως βρει το κοινό της, ειδικά ανάμεσα στους θαυμαστές τόσο του Φρόιντ όσο και του Χόπκινς.