Η Ρόζα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος, πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής, σώζονται από βέβαιο θάνατο χάρις στην προστασία που τους προσφέρουν χριστιανικές οικογένειες. Τα παιδιά αυτά θα παραμείνουν κρυμμένα για πολύ καιρό, με ψεύτικα ονόματα, συχνά χωρισμένα από τους γονείς τους. Μέρες απόλυτης σιωπής, μέρες απότομης ενηλικίωσης. Εμπειρίες που σημάδεψαν τη ζωή τους. Πέντε «κρυμμένα παιδιά» της εποχής εκείνης αφηγούνται τις ιστορίες τους, ξαναφέρνοντας στο φως μνήμες και θραύσματα από την παιδική τους ηλικία. Ιστορίες τρόμου και διωγμού, αγωνίας και έκπληξης, αλλά την ίδια στιγμή και ιστορίες σωτηρίας και παιδικής ανεμελιάς.
Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά όταν έχει απέναντι στην κάμερά σου, μαρτυρίες τόσο συγκλονιστικές, ανθρώπους που αφηγούνται αναμνήσεις σπαρακτικές, σκληρές, μα από αυτές που πρέπει να ακούγονται ξανά και ξανά.
Ετσι η κάμερα του Βασίλη Λουλέ παραδίνεται στα πρόσωπα στις ιστορίες τους, στις ασήμαντες ή γιγαντιαίες αναμνήσεις από μια παιδική ηλικία που έσβησε γρήγορα στη σκιά μιας απειλής που κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν μπορούσε να συλλάβει.
Από την Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα ή την Κρήτη, η τύχη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Εβραίων της Ελλάδας υπήρξε, ίδια και το ίδιο τραγική στην διάρκεια της Γερμανική κατοχής. Τα πέντε παιδιά τότε, γονείς και παππούδες σήμερα που μιλούν σε αυτό το ντοκιμαντέρ, είχαν την τύχη να γλιτώσουν, να κρυφτούν, να σωθούν.
Οι ιστορίες τους μπορεί να έχουν χαρούμενο τέλος, αλλά ότι μεσολάβησε μέχρι να φτάσουν ως εκεί μόνο χαρούμενο δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις. Το φιλμ του Λουλέ, αφήνει στους ίδιους την ελευθερία να το αφηγηθούν και ο τρόπος που το κάνουν είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση που θα φόρτωνε την αφήγηση με στοιχεία και δεδομένα.
Μέσα από πέντε προσωπικές ιστορίες, μέσα από λεπτομέρειες και μια υποκειμενική ματιά, χτίζεται η μεγαλύτερη εικόνα, η Ιστορία με τρόπο πιο ζωντανό και αποτελεσματικό. Ομως ακόμη κι αν το φιλμ παραθέτει εικόνες αρχείων, home movies κάποιων από τα τότε παιδιά, και κινηματογραφημένα ντοκουμέντα από την εποχή, καλώς ή κάκώς μένει την περισσότερη διάρκειά του καθηλωμένο απέναντί τους, να τους παρακολουθεί καθώς γυρίζουν πίσω στις πιο σκληρές τους αναμνήσεις.
Δικαίως, διότι αυτή είναι η ψυχή του φιλμ, αλλά και δυστυχώς καθώς το φιλμ καταλήγει στο μεγαλύτερο μέρος του μια παράθεση ομιλούντων κεφαλών, κάτι που αποτελεί παγίδα για κάθε κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ και την οποία το «Φιλιά εις τα Παιδιά» δυστυχώς δεν κατορθώνει να αποφύγει.